Κυριακή 24 Μαΐου 2020

Κυριακή Τυφλού - Σύναξις των εν Αιτωλία και Ακαρνανία διαλαμψάντων Αγίων

    Ένας από τους σημαντικότερους νομούς της πατρίδος μας, είναι και ο νομός Αιτωλοακαρνανίας. Είναι ένας μεγάλος νομός, τόσο ως προς το γεωγραφικό του μέγεθος, όσο ως προς το πνευματικό του μέγεθος, αφού έχει αναδείξει έναν χορό αγίων. Στον τόπο αυτό έλαμψαν αστέρες της ελληνορθόδοξης χριστιανικής πίστεως και παραδόσεως μας. Ακτινοβόλησαν άνθρωποι που μαρτύρησαν, δίνοντας την ψυχή και το σώμα τους για τον Θεάνθρωπο Χριστό. Έτσι κατανοείται πως η γη της Αιτωλοακαρνανίας διαποτισμένη από το αίμα μαρτύρων, είναι ένας πνευματικά ευλογημένος τόπος.

    Η υπέρλαμπρη σύναξη των Αγίων της Αιτωλοακαρνανίας εορτάζεται πανηγυρικώς την ΣΤ΄ Κυριακή του Πάσχα (του Τυφλού). Με την χάρη του Τριαδικού Θεού, δόθηκε η ευκαιρία να αναφερθούμε στους αγίους της Αιτωλοακαρνανίας που ίσως μερικοί από αυτούς είναι άγνωστοι σε εμάς. Γνωρίζοντας τους μάρτυρας που με ζήλο και μεγάλο πόθο για το Σωτήρα Χριστό θυσιάστηκαν για Αυτόν, συνδεόμαστε με τους Αγίους και φουντώνει μέσα μας η ευλάβεια και η διάθεση για θυσία (...), όπως συνήθιζε να λέει ο πατήρ Παΐσιος. Μέσα από τους βίους, μας δίνεται η ευκαιρία να γίνουμε γνώστες των χριστιανικών αρετών που πρέπει να διέπουν τη χριστιανική ζωή μας σήμερα, προκειμένου δίκαια να ενταχθούμε στην αιώνιο Βασιλεία των Ουρανών. Έτσι, ας αποτελέσουν παραδείγματα προς μίμηση οι άγιοι αυτοί, αλλά και να μεσιτεύουν στον λυτρωτή Χριστό για υγεία, χαρά και ευτυχία για όλο τον κόσμο.


    Ας αναφερθούμε σε καθένα άγιο που έδρασε στην Αιτωλοακαρνανία και πρόσφερε πνευματικό έργο, ξεχωριστά:

Α) Ο Όσιος Βάρβαρος ,ο Πενταπολίτης , ο οποίος έζησε τον 8ο μ.Χ. αιώνα. Καταγόταν από την Αίγυπτο, ήταν ληστής στην αρχή, αλλά ύστερα από τις αλλεπάλληλες προσευχές των χριστιανών γονέων του, από άγριος κουρσάρος μετατράπηκε σε έναν ασκητή. Ο Άγιος Βάρβαρος ασκήτεψε στον Τρύφο του Ξηρομέρου, αλυσοδεμένος, γιατί πίστευε πως έτσι υποτάσσει το πνεύμα του, με το να δένει το σώμα του. Από αυτό το χωριό της Αιτωλοακαρνανίας, τον Τρύφο, αναχώρησε ο Άγιος ύστερα από άσκηση σκληρή για το Χριστό.

Β) Ο Άγιος Ιερομάρτυρας Βλάσιος, ο εν Σκλαβαίνοις. Αυτός ο άγιος είναι νεοφανής και λίγα είναι τα στοιχεία για τον οσιακό βίο του. Σύμφωνα με τους συναξαριστές της αγιοτάτης εκκλησίας μας, μαρτύρησε το 1006 μ.Χ., μαζί με τους συνασκητές του.






Γ) Ο Όσιος Ανδρέας , ο Ερημίτης. Ο Άγιος Ανδρέας έζησε συγκεκριμένα τον 13ο μ.Χ. αιώνα και η καταγωγή του ήταν από την Ήπειρο. Ο Ανδρέας παντρεύεται σε ώριμη ηλικία και αποκτά απογόνους, όμως το πνεύμα του ασκητισμού δεν τον αφήνει σε ησυχία και τον οδηγεί στο να παρατήσει την οικογένειά του και γενικά την εγκόσμια ζωή του και να πορευθεί προς την σκληρή άσκηση. Ανυπομονούσε πότε να ασκητέψει, έτσι ώστε να βιώσει την πραγματική επικοινωνία με τον Θεό. Γι’ αυτόν τον λόγο και έζησε σε μια σπηλιά του χωριού Χαλκιόπουλοι. Στον χώρο του σπηλαίου ο παντοδύναμος Θεός αποφασίζει και του παίρνει την οσιακή ψυχή του, αφού σημειώθηκαν ένας συρφετός θαυμάτων κατά την ώρα που ο Άγιος εγκατέλειπε την επίγεια ζωή για την αιώνια.





Δ) Ο Όσιος Δαυίδ, ο οποίος έζησε στα μέσα του 16ου μ.Χ. αιώνα. Αυτός ο Άγιος έδρασε κυρίως στο παραθαλάσσιο μέρος της Ναυπάκτου, ως υποτακτικός του τότε μητροπολίτου Ναυπάκτου και Άρτης Ακακίου. Αφού χειροτονήθηκε διάκονος και έπειτα αρχιμανδρίτης, κατατάσσεται ηγούμενος στο μοναστήρι της Παναγίας της Βαρνάκοβας, που βρίσκεται έξω από την Ναύπακτο. Είχε την δυνατότητα να διδάσκει έμπρακτα την αρετή, καθώς επίσης να κάνει διάφορα θαύματα. Ως Όσιος έλαμψε, γιατί κατόρθωσε να χαράξει μια υπέρλαμπρη και απαστράπτουσα πνευματική πορεία, εξαιτίας της άριστης μορφώσεώς του και των καλλιεργημένων αρετών του. Μόνος του, αντιμετωπίζοντας δυσκολίες, κατορθώνει να χτίσει μοναστήρι στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Εύβοια, αφού αφήνει την Βαρνάκοβα. Ύστερα από ασκητικό βίο, προβλέπει το θάνατό του και αποβιώνει ειρηνικά.

Ε) Οι Άγιοι αδελφοί Συμεών και Θεόδωρος, κτήτορες της Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου. Γεννήθηκαν στις αρχές του 4ου μ.Χ. αιώνα. Ο βίος τους ασκητικός και οσιακός, καθώς αγωνίστηκαν ψυχικά και πνευματικά για τη μετάδοση του ευαγγελίου. Προσπάθησαν να μεταλαμπαδεύσουν την άσβεστη φλόγα του ευαγγελίου στην Αιτωλοακαρνανία και έπειτα απεβίωσαν ειρηνικά.




ΣΤ) Ο Όσιος Ευγένιος ο Αιτωλός. Γεννήθηκε το 1597 στο Μέγα Δένδρο Θέρμου. Από νέος μόνασε στο μοναστήρι της Παναγίας του Βλοχού, καθώς και στην Ιερά Μονή Ξηροποτάμου του Αγίου Όρους, όπου εκεί έλαβε και την πρώτη μόρφωση. Μετά δε από ένα χρονικό διάστημα χειροτονήθηκε διάκονος στο μοναστήρι της Τατάρνας και πρεσβύτερος στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας. Επιπλέον σπουδάζει Θεολογία σε εκλεκτά πανεπιστήμια. Σκοπός του είναι να διαφωτίσει το γένος που ήταν υποδουλωμένο στους Τούρκους. Γι' αυτό μένει άγρυπνος για να απελευθερώσει τους Έλληνες από το σκότος της αμάθειας και για να τους μεταδώσει την ορθοδοξία και την ορθοπραξία. Ιδιαίτερα γυρίζει όλη την Αιτωλοακαρνανία εκπληρώνοντας όλους τους σκοπούς του. Ο Μέγας Διδάσκαλος του Γένους, καθώς τον αποκαλούνε όλοι οι συναξαριστές, κοιμήθηκε οσιακώς το 1682. Λόγιος κληρικός και ένας από τους πιο αξιόλογους δασκάλους του Γένους. Γεννήθηκε στο Μεγάλο Δέντρο της Αιτωλίας και έμαθε τα πρώτα γράμματα σε διάφορα μοναστήρια της περιοχής. Κατά το 1612 συμπλήρωσε την "εγκύκλια" παιδεία του και διδάχτηκε τη βυζαντινή μουσική στο Τροβάτο, (τη γνωστή και αναπτυγμένη τότε κοινότητα των Αγράφων), ενώ το 1636 πήγε στην Πόλη, (ως μοναχός πλέον), και φοίτησε στην Πατριαρχική Σχολή. Από κει μετέβη στην Άρτα, στο Αιτωλικό και το Μεσολόγγι, όπου διεύθυνε αντίστοιχα τις σχολές των πόλεων αυτών, και τελικά έφτασε στο Καρπενήσι, όπου ανέπτυξε ξεχωριστή εκπαιδευτική δραστηριότητα. Ίδρυσε και λειτούργησε από το 1645-1661 Σχολή Ανωτέρων και σχολείο κοινών γραμμάτων, ενώ ανήγειρε εκ βάθρων τον Ιερό Ναό της Αγίας Τριάδας, τον υπήγαγε στο Πατριαρχείο και πέτυχε να χαρακτηρισθεί απ' αυτό ως Σταυροπηγιακός. Η άφιξή του Ευγένιου και η ίδρυση της ομώνυμης ανώτερης Σχολής του στο Καρπενήσι, γύρω στα 1645, ήταν ένα πολυσήμαντο ιστορικό γεγονός. (Η ίδρυση των Σχολών του εδώ, ήταν μια αιτιοκρατημένη επιλογή του Γιαννούλη, που σχετίζονταν με την κοινωνικοπολιτική κατάσταση και την οικονομική ανάπτυξη της περιοχής. Επιπλέον, γνώριζε πως κάποια σπέρματα εκπαιδευτικής παράδοσης υπήρχαν εδώ, πριν από τον 17ο αι.).
Η ίδρυση ανώτερης Σχολής στο Καρπενήσι ανταποκρίνονταν προς τις κοινωνικές λειτουργίες της περιοχής. Η κωμόπολη τότε ήταν σημαντικό εμποροβιοτεχνικό και διοικητικό κέντρο και αποτελούσε την κεντρική εμποροανταλλακτική αγορά για όλη την επαρχία. Παράλληλα, ο Ευγένιος Γιαννούλης ο Αιτωλός ανέδειξε την κωμόπολη σε μεγάλο πνευματικό κέντρο, ιδρύοντας εδώ την περίφημη Σχολή του, η οποία λειτούργησε από το 1645 ως το 1661, με μικρή μόνο διακοπή στα ορλωφικά, αναδεικνύοντας πολυάριθμους δασκάλους και λογίους του Γένους. Οι Καρπενησιώτες, φιλοπρόοδοι και δραστήριοι έμποροι, βρήκαν στο πρόσωπο του Γιαννούλη τον κατάλληλο άνθρωπο για να δημιουργήσουν σοβαρή εκπαιδευτική κίνηση. Έτσι, τις οικονομικές δαπάνες για την ίδρυση και λειτουργία της Σχολής, καθώς και για τη συντήρηση και μίσθωση του δασκάλου, ανέλαβαν με προθυμία οι κάτοικοι της αυτοδιοικούμενης κοινότητας. Στο Καρπενήσι, λειτουργεί παράλληλα και σχολείο για τη στοιχειώδη παιδεία, τα κοινά γράμματα, με τους κατοίκους να συνεργάζονται με τον Ευγένιο όχι μόνο στα εκπαιδευτικά θέματα, αλλά και σε εκκλησιαστικά ή κοινωφελή έργα. Το 1645 άρχισε την ανακαίνιση εκ βάθρων του ναού της Αγίας Τριάδας, κυρίως για τις ανάγκες της Σχολής. Το κύρος και τη σοφία του Γιαννούλη, ήταν τεράστιο όχι μόνο στους ελληνοπρεπείς Καρπενησιώτες αλλά και στους οπαδούς του μουσουλμανικού δόγματος.

Ζ) Ο Άγιος Ιωάννης ο εν Βραχωρίω ή ο εξ Οθωμανών. Αυτός ο Άγιος είναι τοποθετημένος στους Νεομάρτυρες. Γεννήθηκε στην Κόνιτσα της Ηπείρου, από γονείς Μουσουλμάνους, όπου ο πατέρας του ήταν ιερέας των Μουσουλμάνων. Όταν ήταν 20 χρονών, γίνεται πιστός ακόλουθος ενός Δερβίση στο Βραχώρι της Αιτωλίας, όπου από εκεί αρχίζει η δράση του Αγίου. Στο Βραχώρι (το σημερινό Αγρίνιο) αρχίζει δειλά δειλά να αποκαλύπτει τα χριστιανικά του συναισθήματα, όπου τα έκρυβε μέσα στην πολύτιμη ψυχή του. Αγαπούσε την χριστιανική θρησκεία κατά βάθος, για αυτό πετάει τα ενδύματα του Μωαμεθανού και φοράει τα ενδύματα του ορθόδοξου χριστιανού. Από αυτό το σημείο αρχίζει και η ορθόδοξη χριστιανική ζωή του, όπου εγκαινιάζεται με το άγιο Βάπτισμα που δέχεται, με το όνομα Ιωάννης από Χασάν. Το παλικάρι μεταβαίνει στο ωραίο νησί της Ιθάκης όπου και βαπτίζεται. Έπειτα όμως επανέρχεται στην Αιτωλία και συγκεκριμένα στο χωριό Μαχαλάς, δεν γυρίζει στο Βραχώρι γιατί κινδύνευε η ζωή του. Στο Μαχαλά (σημερινές Φυτείες) βιώνει μια ταπεινή ζωή, εργάζεται ως αγροφύλακας, καθώς επίσης παντρεύεται. Όμως ο πατέρας του μαθαίνει για την ζωή του και στέλνει αντιπροσώπους του να τον μεταπείσουν να αλλαξοπιστήσει, αλλά αυτός τους διώχνει. Κατόπιν, συλλαμβάνεται από τον Μουσελίμη, στον οποίο διατρανώνει την αγάπη του για τον λυτρωτή Χριστό. Επακόλουθο της απάντησής του αυτής, είναι τα μαρτύρια που περνάει. Στο τέλος τον κρεμάνε οι Τούρκοι σε ένα δένδρο, που βρίσκεται και σώζεται έως σήμερα απ’ έξω από τον Άγιο Δημήτριο Αγρινίου.

  
Η) Όσιος Ιάκωβος ο Νεομάρτυρας και οι τρεις μαθητές του Ιάκωβος, Διονύσιος και Θεώνας. Όλοι έζησαν στις αρχές του 16ου αιώνα μ.Χ. O Όσιος Ιάκωβος γεννήθηκε σε ένα χωριό της Καστοριάς από ορθόδοξη χριστιανική οικογένεια. Εργάστηκε ως κτηνοτρόφος, αλλά επειδή απόκτησε πλούτο, ο αγαπημένος αδελφός του τον φθόνησε. Όμως για μην έρθουν σε διάσταση οι σχέσεις των δύο αδελφών, αποφασίζει ο Ιάκωβος και καταφεύγει στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί συνεχίζει την ζωή του ασκώντας το ίδιο επάγγελμα και καταφέρνει να αποκτήσει ένα τεράστιο πλούτο, όπου τον μοιράζει στους πτωχούς, αφού πρώτα είχε εξομολογηθεί στον Πατριάρχη. Έπειτα μεταβαίνει στο Άγιον Όρος και συγκεκριμένα στη μονή Δοχειαρίου , όπου και κείρεται μοναχός. Κατόπιν πηγαίνει στην μονή Τιμίου Προδρόμου για λόγους ασκήσεως. Διακρίθηκε ως ένας αληθινός δάσκαλος της αρετής, αφού κατάφερε να αποκτήσει έξι μαθητές, όπου μαζί με αυτούς φεύγει από το Άγιο Όρος και πηγαίνει στη μονή Τιμίου Προδρόμου της Δερβέκιστας, κοντά στην Ναύπακτο. Εκεί συκοφαντήθηκε από τους Τούρκους ότι παρασέρνει τους χριστιανούς κατά της εξουσίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την σύλληψή του αυτού και των άλλων μαθητών του, Ιάκωβο διάκονο, Διονύσιο μοναχό και Θεωνά. Επακολούθησε η φυλάκιση αυτών από τον Μπέη των Τρικάλων. Μετά την παραμονή τους σε αυτή 40 μέρες, στάλθηκαν στον Σουλτάνο Σελίμ της Θράκης. Ο Σουλτάνος τους πίεζε να αλλαξοπιστήσουν, αλλά αυτοί έμειναν ακλόνητοι στην πίστη τους, για αυτό και τους βασάνισαν σκληρά. Στο τέλος όλους τους απαγχόνισαν για την άσβεστη φλόγα της ορθόδοξης χριστιανικής πίστεως τους που τους έκαιγε συνεχώς.

Θ) Οι Άγιοι Νεομάρτυρες Λάμπρος, Θεόδωρος και έτερος ανώνυμος. Και οι τρεις είναι γόνοι της Πελοποννήσου, όμως για λόγους επαγγελματικούς εγκαταστάθηκαν στα Ιωάννινα. Με την πάροδο των ετών αποφάσισαν να πάνε στην πατρίδα τους τον Μοριά, έτσι ξεκίνησαν και πρώτα έφθασαν στο Αγρίνιο. Όμως για να το προσπεράσουν, έπρεπε να πληρώσουν φόρους στους Τούρκους, για να μην πληρώσουν μεταμφιέζονται σε Τούρκους και τα καταφέρνουν. Έπειτα από την επιτυχία του σχεδίου τους αποφασίζουν να διανυκτερεύσουν σε ένα σπίτι. Όμως ενώ αυτοί ξέφυγαν, οι Τούρκοι έστειλαν ένα δικό τους να τους βρει για να ρωτήσει σχετικά με τα Γιάννενα. Ο άνθρωπος τους όμως, όταν έφθασε στο σπίτι, που είχαν σταματήσει οι τρεις Μάρτυρες δεν μπήκε μέσα. Κάθισε απ’έξω και κρυφάκουγε τι έλεγαν μέσα οι μάρτυρες. Οι μάρτυρες εκείνη την ώρα έλεγαν πως κατόρθωσαν με ένα "σελάμ" να γλιτώσουν τα χρήματά τους από το φόρο. Μόλις όμως άκουσε αυτό ο απεσταλμένος κατάλαβε ότι ήταν χριστιανοί που τους εξαπάτησαν. Οι άλλοι Τούρκοι έτρεξαν σαν θηρία ανήμερα και πήγαν στο σπίτι. Άρπαξαν τους μάρτυρες και τους έσερναν στους δρόμους. Έτσι σέρνοντας και δέρνοντας τους έφεραν μπροστά στο Κριτήριο. Ύστερα από πέντε μέρες ο Κατής και ο Μουσελίμης ο Κωνσταντινουπολίτης συνεφώνησαν να θανατωθούν οι τρεις Μάρτυρες. Τους πήραν τότε οι δήμιοι να τους κρεμάσουν. Τον έναν τον πήγαν στον πλάτανο, που ήταν κοντά στο τζαρσί. Εκεί πέταξαν στον πλάτανο την κρεμάλα. Τον άλλον, τον πήγαν απ’έξω από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου. Εκεί τον κρέμασαν. Ίσως στον πλάτανο που ήταν μπροστά στην Εκκλησία στον οποίο εμαρτύρησε μετά 40 χρόνια ο Άγιος Ιωάννης ο εν Βραχωρίω αθλήσας. Τον τρίτον Μάρτυρα τον πήγαν στην άκρη της πόλεως εκεί που μπαίνει ο δρόμος μέσα στην πολιτεία. Έτσι οι τρεις Νεομάρτυρες ετελειώθησαν γενναιόφρονα και μαρτυρικά.

Ι) Ο Άγιος εθνοϊερομάρτυρας Κοσμάς ο Αιτωλός. Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός γεννήθηκε στο Μέγα Δένδρο της Αιτωλοακαρνανίας από γονείς ευσεβείς και προπάντων ζηλωτές ορθόδοξους χριστιανούς . Σε ηλικία είκοσι χρονών μεταβαίνει στο Άγιον Όρος, προκειμένου να φοιτήσει στο εκεί νεοσύστατο σχολείο της Ιεράς μονής Βατοπεδίου. Μετά την αποφοίτησή του, πήγε στην Μονή Φιλοθέου όπου έγινε μοναχός και κατόπιν ιερομόναχος. Όμως ο άγιος είχε στόχο να διδάξει τα άγια Γράμματα στους σκλαβωμένους Έλληνες που το σκοτάδι της αμάθειας, λόγω της υποδούλωσής τους στους Τούρκους, τους είχε πληγώσει αλύπητα. Αφού πήρε την άδεια του Πατριάρχη άρχισε το ιεραποστολικό του έργο σε ολόκληρη την Ελλάδα. Απ’ όπου περνούσε, έκτιζε εκκλησιές, σχολεία και πλήθος λαών συνέρεε για να ακούσουν λόγο Θεού, ώστε να γεμίσουν την καρδιά τους με χριστιανικές νουθεσίες που διαπνέουν συναισθήματα αγάπης, χαράς και αισιοδοξίας για τον αγώνα τους. Τέλος, συκοφαντήθηκε από τους Εβραίους στους Τούρκους και τον απαγχόνισαν στα χώματα της Β. Ηπείρου. Μια από τις πολλές του χριστιανικές του ρήσεις που πρέπει να συγκρατήσουμε είναι "Χριστός και ζωή σας χρειάζεται".


Κυριακή του εκ γενετής τυφλού - Το πρόβλημα της «κληρονομικής αμαρτίας» (Πατρώνου Γ.)

    
    Η ευαγγελική περικοπή με το χωριό «ποιός αμάρτησε, αυτός ή οι γονείς του ώστε να γεννηθεί τυφλός;», θέτει ασφαλώς το πρόβλημα της κατανόησης της αμαρτίας, ως ενός γενικού φαινομένου με όλες τις συνέπειες επί της φύσεως και της ιστορίας και της προσωπικής αμαρτίας με τις επιπτώσεις στην ατομική μας ζωή.

    Είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος πάντα θέλει να ερμηνεύει τα φαινόμενα γύρω του. Ζητά «λογικές εξηγήσεις» για το καθετί. Έτσι, έχει ανάγκη μιας λογικής ερμηνείας για την αμαρτία, την ασθένεια και το θάνατο. Υπάρχει άραγε κάποια σχέση μεταξύ αυτών; Όπως η γέννηση και το καλό αποτελούν ένα μεγάλο αγαθό για τη ζωή του ανθρώπου, όμοια η αμαρτία και ο θάνατος αγγίζουν το βαθύ μυστήριο της ιστορίας. Και πολλές φορές αυτό το μυστήριο δεν επιδέχεται καμιά ερμηνεία. Παραμένει ένα ανεξήγητο μυστήριο. Το μόνο που μπορούμε να προσεγγίσουμε είναι μια λογική ερμηνεία των συνεπειών για τη ζωή.

    Όταν, λοιπόν, μελετούμε την ασθένεια και τη σχέση της με την αμαρτία, νομίζω, πως εδώ χρειάζεται μια αποτόλμηση για την υπέρβαση της «λογικής της ερμηνείας». Και η υπέρβαση αυτή μπορεί να είναι δυνατή μόνο με την αποδοχή του μυστηρίου του θαύματος, μέσα στο σχέδιο της θείας αγάπης. Πρόκειται για την αποδοχή της «λογικής του θαύματος» έναντι της «λογικής της ερμηνείας».
    
    Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε τήν απάντηση του Κυρίου στο επίμονο ερώτημα των μαθητών και του λαού για την αιτία της ασθένειας του τυφλού. Όλοι πίστευαν πως πίσω από την ασθένεια αυτή κρύβεται κάποιο βαρύ αμάρτημα, του ιδίου ή των γονέων του. Επειδή, όμως, γεννήθηκε τυφλός πρέπει το αμάρτημα να σχετίζεται με τους γονείς του. Ο κόσμος ζητά πάντα κάποια καταδίκη. Μόνο έτσι ικανοποιείται το κοινό αίσθημα της δικαιοσύνης. Πρόκειται για μια νομική ερμηνεία των πραγμάτων της ζωής και της σχέσεως του άνθρωπου με το Θεό.
    
    Η απάντηση του Ιησού Χριστού αιφνιδιάζει τους πάντες· «ούτε αυτός αμάρτησε, ούτε οι γονείς του». Απενοχοποιεί τους πάντες και καλεί τους ανθρώπους να μην είναι αρνητικοί στις κρίσεις τους για τους άλλους, επιρρίπτοντας πάντοτε ευθύνες κι εκεί που δεν υπάρχουν. Το κάλεσμα είναι για μια υπέρβαση της νομικής λογικής προς τη λογική της αποδοχής και της αγάπης.

    Το συγκλονιστικό είναι στη συνέχεια της απάντησης του Ιησού: η περίπτωση του τυφλού θα αποδείξει το μέγεθος της αγάπης του Θεού· «αλλά για να φανερωθουν τα έργα του Θεού σ’ αυτόν». Και ασφαλώς τα «έργα του Θεού» και η αγάπη του Θεού δεν φανερώνονται με την ασθένεια και τη μακροχρόνια ταλαιπωρία του τυφλού -αυτά είναι ιστορι­κά δεδομένα, έτσι εξάλλου γεννήθηκε από τη μάνα του- αλλά με την άγαπητική παρέμβαση του Χριστού και με τη θεραπεία. Τα «έργα του Θεού» φανερώνονται με το γεγονός του θαύματος. Καλούμαστε, επιτέλους, να δούμε τη ζωή πέρα από τους λογικούς συσχετισμούς των αιτίων και των αποτελεσμάτων. Ασφαλώς, η ασθένεια και ο θάνατος κρύβουν το μυστήριο της οδύνης των ανθρώπων. Αλλά πρέπει να δούμε τη ζωή και τους ανθρώπους πέρα από τη λογική του κακού και της αμαρτίας, μέσα στη λογική της αγάπης του Θεού και του θαύματος. Φαίνεται πως είμαστε ανυποψίαστοι προς αυτή την κατεύθυνση, της λειτουργίας του θαύματος στη ζωή μας.

Σωματική τύφλωση και πνευματική τυφλότητα
    Η κατάληξη της σημερινής ευαγγελικής περικοπής είναι ότι ο τυφλός, τελικά, διά του θαύματος του Κυρίου «ανέβλεψεν». Αλλά για τον Ευαγγελιστή δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία η σωματική τύφλωση, όσο η πνευματική τυφλότητα. Ο εκ γενετής τυφλός, αν και υστερούσε στη σωματική όραση, ήταν ο μόνος από όλους που μπόρεσε να δει με τα μάτια της ψυχής του το αληθινό πρόσωπο του Ιησού, ως Μεσσία και Λυτρωτή. Ο τυφλός είδε καλύτερα και σωστότερα από τους βλέποντες. Στο πρόσωπο του εκπληρώθηκε εκείνο το θαυμαστό, «μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες».

    Είναι θαυμαστό, αλλά συμβαίνει πολλές φορές, ανθρώποι που έχουν κάποια σωματική στέρηση, ή στερούνται πολλών υλικών αγαθών, να έχουν μια ποιότητα ζωής πολύ υψηλή και ζηλευτή από τους υγιείς και τους πλουσίους. Φαίνεται, τελικά, ότι στον πνευματικό στίβο «οι τυφλοί βλέπουν και όσοι βλέπουν είναι τυφλοί». Αυτό που έχει σημασία είναι να είσαι κυρίως εσωτερικά υγιής. Και η εμμονή, κατά ένα τρόπο στυγνό και απόλυτο, στους θρησκευτικούς κανόνες, χωρίς την απαιτούμενη ευαισθησία και φιλανθρωπία για την ανθρώπινη ατέλεια, οδηγεί πολλές φορές σε στρεβλώσεις πνευματικές.

    Οι Γραμματείς και Φαρισαίοι, οι άνθρωποι αυτοί που προβάλλονται ως «τύποι» θρησκευτικής συνέπειας, δεν αντιλαμβάνονται τίποτε από αυτό που συντελείται στη περίπτωση του εκ γενετής τυφλού. Είναι πέρα για πέρα ανυποψίαστοι για το συντελούμενο θαύμα. Αυτό μόνο που τους ενδιαφέρει είναι αν καταλύθηκε η αργία του Σαββάτου με τη θεραπεία του τυφλού. Εμμένουν σε σχολαστικές αναζητήσεις, στη λογική της ερμηνείας του φαινομένου και σε εξηγήσεις του «τί» και του «πώς», ως αποδεικτικά στοιχεία αυτού που οι ίδιοι δεν κατανοούν. Ζουν, πράγματι, σε μια πνευματική τυφλότητα.
Βέβαια, δεν τίθεται εδώ το ψευτοδίλημμα: σωματική τύφλωση ή πνευματική τυφλότητα. Το θαύμα αναφέρεται στον όλο άνθρωπο, στο σώμα του και στη ψυχή του. Ποτέ στην Καινή Διαθήκη δεν παρουσιάζονται διχαστικά διλήμματα. Ο άνθρωπος είναι ενιαία ενότητα και ολότητα.

    Ο άνθρωπος είναι οντολογικά «σώμα», όπως είναι και «πνεύμα». Γι’ αυτό και δεν υπάρχει στο Χριστιανισμό διάκριση μεταξύ σώματος και ψυχής, πνεύματος και ύλης. Ή ο όλος άνθρωπος μετέχει στο θαύμα, ή όλος απέχει της σωτηριολογικής χάριτος. Η θέωση και η βασιλεία του Θεού αναφέρεται στον όλο άνθρωπο και στην καθόλου δημιουργία, υλική και πνευματική.

    Στη σημερινή ευαγγελική περικοπή γίνεται μια ενδιαφέρουσα πρόσκληση για μια διαφορετική αντιμετώπιση της σωματικής στέρησης, της ασθένειας και της αμαρτίας. Σωματική ασθένεια δεν σημαίνει και αμαρτωλότητα. Όπως και αρτιμέλεια και σωματική ευρωστία δεν σημαίνει απαραίτητα και υγιή άνθρωπο ή ποιότητα ζωής. Αυτή είναι μια κοσμική αντιμετώπιση των πραγμάτων. Στον πνευματικό χώρο υπάρχει μια άλλη λογική, εκείνη του θαύματος. Ο σωστός υγιής άνθρωπος έχει μια άλλη θέαση του κόσμου και της ζωής. Βλέπει τη ζωή και τα ανθρώπινα πράγματα να βρίσκουν την πληρότητά τους μόνο στη λειτουργία της αγάπης, στην αποδοχή της χάριτος και στο γεγονός του θαύματος. Αν το θαύμα εξοστρακισθεί από τη ζωή μας, τότε όλα είναι σκοτεινά, είμαστε από εκείνους που έχουν μάτια αλλά δεν βλέπουν και αυτιά που δεν ακούνε.

    Μακάριοι, λοιπόν, οι ακούοντες και βλέποντες τα μηνύματα του ουρανού. Μακάριοι αυτοί που λειτουργούν με τη λογική του θαύματος και υπερβαίνουν τη λογική της θρησκευτικής και φαρισαϊκής σχολαστικότητας.

Γ.Π.Πατρώνου, Ομοτ. Καθηγ. Παν/μίου Αθηνών. «Κήρυγμα και Θεολογία» τ. Β'

Ηλ. Πηγή: imnp.gr 

Πέμπτη 21 Μαΐου 2020

Μεθέορτος Εσπερινός - Ιερά Παράκληση Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης 21/5/2020

Παρακολουθήστε ζωντανά την Ακολουθία του Μεθέορτου Εσπερινού και την Ιερά Παράκληση των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης από τον Ιερό μας Ναό μέσω του καναλιού μας στο Youtube.


Πανηγυρικός Όρθρος και Αρχιερατική Θεία Λειτουργία Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Αγρινίου 21/5/2020

Παρακολουθήστε ζωντανά την Ακολουθία του Πανηγυρικού Όρθρου και την Αρχιερατική Θεία Λειτουργία ιερουργούντος του Σεβ. Μητροπολίτου Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. Κοσμά από τον πανηγυρίζοντα Ιερό Ναό Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Αγρινίου 



i)στο κανάλι μας στο Youtube και 



ii)μέσω του Ρ/Σ της Ιεράς Μητροπόλεως Αιτωλίας και Ακαρνανίας 106,3 FM και διαδικτυακά εδώ

iii) Μέσω του Τ/Σ Αχελώος TV εδώ.


Τετάρτη 20 Μαΐου 2020

Πανηγυρικός Εσπερινός Αγίων Κωνσταντίνου & Ελένης Αγρινίου 20/5/2020

Παρακολουθήστε ζωντανά την Ακολουθία του Πανηγυρικού Εσπερινού από τον πανηγυρίζοντα Ιερό Ναό Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Αγρινίου 

i)στο κανάλι μας στο Youtube και 
ii)μέσω του Ρ/Σ της Ιεράς Μητροπόλεως Αιτωλίας και Ακαρνανίας 106,3 FM και διαδικτυακά εδώ


Τρίτη 19 Μαΐου 2020

Ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου

101 χρόνια από τον ξεριζωμό του ποντιακού Ελληνισμού.

Ένα εκλεκτό τμήμα του Ελληνισμού ζούσε στα βόρεια της Μικράς Ασίας, στην περιοχή του Πόντου, μετά τη διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η άλωση της Τραπεζούντας το 1461 από τους Οθωμανούς δεν τους αλλοίωσε το φρόνημα και την ελληνική τους συνείδηση, παρότι ζούσαν αποκομμένοι από τον εθνικό κορμό. Μπορεί να αποτελούσαν μειονότητα (το 40% του πληθυσμού), αλλά γρήγορα κυριάρχησαν στην οικονομική ζωή της περιοχής, ζώντας κυρίως στα αστικά κέντρα.
Η οικονομική τους ανάκαμψη συνδυάστηκε με τη δημογραφική και την πνευματική τους άνοδο. Το 1865 οι Έλληνες του Πόντου ανέρχονταν σε 265.000 ψυχές, το 1880 σε 330.000 και στις αρχές του 20ου αιώνα άγγιζαν τις 700.000. Το 1860 υπήρχαν 100 σχολεία στον Πόντο, ενώ το 1919 υπολογίζονται σε 1401, ανάμεσά τους και το περίφημο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Εκτός από σχολεία διέθεταν τυπογραφεία, περιοδικά, εφημερίδες, λέσχες και θέατρα, που τόνιζαν το υψηλό τους πνευματικό επίπεδο.
Το 1908 ήταν μια χρονιά - ορόσημο για τους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τη χρονιά αυτή εκδηλώθηκε και επικράτησε το κίνημα των Νεότουρκων, που έθεσε στον περιθώριο τον Σουλτάνο. Πολλές ήταν οι ελπίδες που επενδύθηκαν στους νεαρούς στρατιωτικούς για μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό της θνήσκουσας Αυτοκρατορίας.
Σύντομα, όμως, οι ελπίδες τους διαψεύστηκαν. Οι Νεότουρκοι έδειξαν το σκληρό εθνικιστικό τους πρόσωπο, εκπονώντας ένα σχέδιο διωγμού των χριστιανικών πληθυσμών και εκτουρκισμού της περιοχής, επωφελούμενοι της εμπλοκής των ευρωπαϊκών κρατών στο Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ελληνικό κράτος, απασχολημένο με το «Κρητικό Ζήτημα», δεν είχε τη διάθεση να ανοίξει ένα ακόμη μέτωπο με την Τουρκία.
Οι Τούρκοι με πρόσχημα την «ασφάλεια του κράτους» εκτοπίζουν ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού στην αφιλόξενη μικρασιατική ενδοχώρα, μέσω των λεγόμενων «ταγμάτων εργασίας» («Αμελέ Ταμπουρού»). Στα «Τάγματα Εργασίας» αναγκάζονταν να υπηρετούν οι άνδρες που δεν κατατάσσονταν στο στρατό. Δούλευαν σε λατομεία, ορυχεία και στη διάνοιξη δρόμων, κάτω από εξοντωτικές συνθήκες. Οι περισσότεροι πέθαιναν από πείνα, κακουχίες και αρρώστιες.
Αντιδρώντας στην καταπίεση των Τούρκων, τις δολοφονίες, τις εξορίες και τις πυρπολήσεις των χωριών τους, οι Ελληνοπόντιοι, όπως και οι Αρμένιοι, ανέβηκαν αντάρτες στα βουνά για να περισώσουν ό,τι ήταν δυνατόν. Μετά τη Γενοκτονία των Αρμενίων το 1915, οι τούρκοι εθνικιστές υπό τον Μουσταφά Κεμάλ είχαν πλέον όλο το πεδίο ανοιχτό μπροστά τους για να εξολοθρεύσουν τους Ελληνοπόντιους. Ό,τι δεν κατάφερε ο Σουλτάνος σε 5 αιώνες το πέτυχε ο Κεμάλ σε 5 χρόνια!
Το 1919 οι Έλληνες μαζί με τους Αρμένιους και την πρόσκαιρη υποστήριξη της κυβέρνησης Βενιζέλου προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα αυτόνομο ελληνοαρμενικό κράτος. Το σχέδιο αυτό ματαιώθηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι εκμεταλλεύθηκαν το γεγονός για να προχωρήσουν στην «τελική λύση».
Στις 19 Μαΐου 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα για να ξεκινήσει τη δεύτερη και πιο άγρια φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας, υπό την καθοδήγηση των γερμανών και σοβιετικών συμβούλων του. Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 οι Ελληνοπόντιοι που έχασαν τη ζωή τους ξεπέρασαν τους 200.000, ενώ κάποιοι ιστορικοί ανεβάζουν τον αριθμό τους στις 350.000.
Όσοι γλίτωσαν από το τουρκικό σπαθί κατέφυγαν ως πρόσφυγες στη Νότια Ρωσία, ενώ γύρω στις 400.000 ήλθαν στην Ελλάδα. Με τις γνώσεις και το έργο τους συνεισέφεραν τα μέγιστα στην ανόρθωση του καθημαγμένου εκείνη την εποχή ελληνικού κράτους και άλλαξαν τις πληθυσμιακές ισορροπίες στη Βόρειο Ελλάδα.
Με αρκετή, ομολογουμένως, καθυστέρηση, η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα στις 24 Φεβρουαρίου 1994 την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού.


Κυριακή 17 Μαΐου 2020

Η Κυριακή της Σαμαρείτιδος (Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος Bloom (†))

Όταν η Σαμαρείτης βιάστηκε για να γυρίσει στο χωριό της και άρχισε να καλεί τους γείτονές της για να έρθουν και να δουν το Χριστό, είπε: Ελάτε! Είναι ένας άνθρωπος, ο οποίος μου τα είπε όλα όσα έκανα! Και ο κόσμος μαζεύτηκε και άκουγε όσα ο Χριστός είχε να τους πει.
Καμιά φορά σκεφτόμαστε: Τι απλά ήτανε τότε! Πόσο εύκολα η γυναίκα μπόρεσε να πιστέψει, και τι εύκολο ήταν για αυτήν, αφού μόλις είχε εντυπωσιαστεί από την θαυμάσια συνάντηση, στράφηκε στους άλλους για να τους πει: “Ελάτε να δείτε έναν άνθρωπο που μιλάει, όπως δεν μίλησε ποτέ ένας άνθρωπος. Να δείτε τον άνθρωπο ο οποίος χωρίς να πω καμία λέξη, με κοίταξε και είδε το βάθος της καρδιάς μου και το σκοτάδι της ζωής μου. Είδε και τα κατάλαβε όλα!”. Άραγε δεν συμβαίνει αυτό με καθέναν από μας;
Ο Χριστός δεν της είχε πει κάτι πολύ ιδιαίτερο. Της είπε μόνο, ποια είναι, πώς είναι η ζωή της, πώς τη βλέπει ο Θεός. Αυτό μπορεί να μας το πει κάθε μέρα και όχι μέσα από ένα μυστηριώδες βίωμα, όπως έχει συμβεί σε μερικούς αγίους, αλλά με πιο απλό τρόπο.
Αν στραφούμε στο Ευαγγέλιο και το διαβάζουμε κάθε μέρα ή το διαβάζουμε από καιρό σε καιρό με μια ανοιχτή καρδιά – την οποία δεν έχουμε πάντα – μπορούμε να φανταστούμε, πως ο Χριστός κρατάει μπροστά μας έναν καθρέπτη, στον οποίον βλέπουμε τον εαυτό μας, “ποιος είμαι”. Μπορούμε να χαιρόμαστε με αυτό που βλέπουμε ή, αντίθετα, να τρομάξουμε, πόσο διαφορετικοί είμαστε από ότι φαινόμαστε ή από τις δικές μας αυταπάτες για τον εαυτό μας. Ο Χριστός είπε στη γυναίκα: “Πήγαινε να φωνάξεις τον άντρα σου!”. Εκείνη αποκρίθηκε: “Δεν έχω άντρα”. Και ο Χριστός τότε απάντησε: «Σωστά είπες, γιατί πέντε άντρες πήρες, και αυτός που μαζί του τώρα ζεις, δεν είναι άντρας σου» …
Μερικοί πατέρες σχολίαζαν αυτή την κουβέντα με τα εξής: Ο Χριστός της είπε μεταφορικά: Ναι, ήσουν παντρεμένη με όλα όσα μπορούσαν να σου προσφέρουν οι πέντε αισθήσεις και έχεις καταλάβει ότι δεν μπορείς να βρεις ολοκληρωμένη ικανοποίηση από καμία από αυτές. Τώρα απόμεινες μόνο εσύ η ίδια: το σώμα σου και ο νους σου. Και αυτά δεν μπορούν να σε χορτάσουν περισσότερο από τις πέντε αισθήσεις, ούτε να σου δώσουν εκείνη την πληρότητα, που χωρίς αυτή δεν μπορείς να ζεις. …
Άραγε, δεν μας λέει ο Χριστός αυτό, όταν διαβάζουμε το Ευαγγέλιο, όταν βάζει μπροστά μας την εικόνα, ποιος θα μπορούσαμε να είμαστε, όταν μας καλεί σ’ εκείνο το μεγαλείο, για το οποίο μας προόρισε; Για εκείνο το μεγαλείο, το οποίο ο απόστολος Παύλος περιγράφει σαν ώριμη ηλικία του Χριστού: Να είμαστε ανθρώπινοι, όπως Εκείνος. Επειδή είναι γνήσιος άνθρωπος που έφτασε την πληρότητα της ολόκληρης, ατελείωτης κοινότητας με το Θεό.
Ας διδαχτούμε από αυτή την γυναίκα! Γιατί κι εμείς στρεφόμαστε προς όλες τις κατευθύνσεις, για να πάρουμε τροφή τούτου του κόσμου, για να χορτάσουμε, αλλά πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν μπορούμε να χορτάσουμε από τίποτα, γιατί ο άνθρωπος είναι πιο βαθύς από τον υλιστικό κόσμο, είναι αρκετά φαρδύς για την ψυχολογία. Μόνο ο Θεός μπορεί να γεμίσει αυτό το πλάτος και βάθος. Αν μόνο μπορούσαμε να το καταλάβουμε, θα βρισκόμασταν ακριβώς στην ίδια κατάσταση με τη γυναίκα. Δεν χρειάζεται, όμως, να συναντήσουμε τον Χριστό σ΄ένα πηγάδι. Επειδή το πηγάδι είναι το Ευαγγέλιο, μια πηγή από όπου κυλάει το νερό της ζωής. Το Ευαγγέλιο δεν είναι υλιστικό πηγάδι. Είναι πηγάδι για το άλλο νερό, το οποίο πρέπει να πίνουμε.
Ας ακολουθήσουμε αυτή τη γυναίκα! Ας συνειδητοποιήσουμε και ας καταλάβουμε, ότι όλα αυτά με τα οποία είμαστε δεμένοι σαν να τα είχαμε παντρευτεί, δεν μπορούν να μας ικανοποιήσουν. Ας αναρωτηθούμε: Ποιος είμαι μέσα σε εκείνη τη εικόνα, όπου με βλέπει ο Θεός; Και τότε μπορούμε να πάμε στους άλλους για να τους πούμε: “Συνάντησα έναν άνθρωπο που έβαλε έναν καθρέπτη μπροστά μου, και είδα τον εαυτό μου, όπως είμαι. Μου έχει πει τα πάντα για μένα. Έλα να δεις! Πάμε να τον ακούσεις”! Και οι άνθρωποι θα έρθουν και θα ακούσουν και τότε θα στραφούν σε μας και θα πουν: “Η πίστη μας δεν στηρίζεται πια στα δικά σου λόγια, γιατί εμείς οι ίδιοι Τον έχουμε τώρα ακούσει, και ξέρουμε πως πραγματικά Αυτός είναι ο Χριστός και σ΄Αυτόν πιστεύουμε”.
Αμήν
Ἡλ. Πηγή: alopsis.gr



Τετάρτη 13 Μαΐου 2020

Η Μεσοπεντηκοστή (Φουντούλη I.)


Σε λίγους πιστούς είναι γνωστή η εορτή, αυτή. Εκτός από τους ιερείς και μερικούς άλλους χριστιανούς, που έχουν ένα στενότερο σύνδεσμο με την Εκκλησία μας, οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν καν την ύπαρξή της.

Λίγοι είναι εκείνοι που εκκλησιάζονται κατ’ αύτη και οι περισσότεροι δεν υποπτεύονται καν, ότι την Τετάρτη μετά την Κυριακή του Παραλύτου πανηγυρίζει η Εκκλησία μία μεγάλη δεσποτική εορτή, την εορτή της Μεσοπεντηκοστής.

Και όμως κάποτε αυτή η εορτή ήταν η μεγάλη εορτή της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και συνέτρεχαν κατ’ αυτή στον μεγάλο ναό πλήθη λαού.

Δεν έχει κανείς παρά να ανοίξει την Έκθεση της Βασιλείου Τάξεως του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου για να δει το επίσημο τυπικό του εορτασμού, όπως ετελείτο μέχρι την Μεσοπεντηκοστή του έτους 903 στον ναό του αγίου Μωκίου στην Κωνσταντινούπολη μέχρι δηλαδή την ημέρα που έγινε η απόπειρα κατά της ζωής του αυτοκράτορα Λέοντος ς’ του Σοφού (11 Μαΐου 903).

Εκεί υπάρχει μία λεπτομερής περιγραφή του λαμπρού πανηγυρισμού, που καταλαμβάνει ολόκληρες σελίδες και καθορίζει με την γνωστή παράξενη βυζαντινή ορολογία, πως ο αυτοκράτορας το πρωί της εορτής με τα επίσημα βασιλικά του ενδύματα και την συνοδεία του ξεκινούσε από το ιερό παλάτι για να μεταβεί στον ναό του αγίου Μω­κίου. όπου θα ετελείτο η θεία λειτουργία.

Σε λίγο έφθανε η λιτανεία με επί κεφαλής τον πατριάρχη, και βασιλιάς και πατριάρχης εισέρχονταν επισήμως στον ναό.

Η θεία λειτουργία ετελείτο με την συνήθη στις μεγάλες εορτές βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Μετά από αυτήν ο αυτοκράτορας παρέθετε πρόγευμα, στο οποίο παρεκάθητο και ο πατριάρχης. Και πάλι ο βασιλιάς υπό τις επευφημίες του πλήθους «Εις πολλούς και αγαθούς χρόνους ο Θεός αγάγοι την βασιλείαν υμών» και με πολλούς ενδιάμεσους σταθμούς επέστρεφε στο ιερό παλάτι.

Αλλά και στα σημερινά μας λειτουργικά βιβλία, στο Πεντηκοστάριο, βλέπει κανείς τα ίχνη της παλαιάς της λαμπρότητας. Παρουσιάζεται σαν μία μεγάλη δεσποτική εορτή, με τα εκλεκτά της τροπάρια και τους διπλούς της κανόνες, έργα των μεγάλων υμνογράφων, του Θεοφάνους και του Ανδρέου Κρήτης, με τα αναγνώσματά της και την επίδρασή της στις προ και μετά από αυτήν Κυριακές και με την παράταση του εορτασμού της επί οκτώ ημέρες κατά τον τύπο των μεγάλων εορτών του εκκλησιαστικού έτους.

Ποιο όμως είναι το θέμα της ιδιορρύθμου αυτής εορτής; Όχι πάντως κανένα γεγονός της ευαγγελικής ιστορίας. Το θέμα της είναι καθαρά εορτολογικό και θεωρητικό. Η Τετάρτη της Μεσοπεντηκοστής είναι η 25η από του Πάσχα και η 25η προ της Πεντηκοστής ημέρα.

Σημειώνει το μέσον της περιόδου των 50 μετά το Πάσχα εορτάσιμων ημερών. Είναι δηλαδή ένας σταθμός, μία τομή.

Χωρίς δηλαδή να έχει δικό της θέμα η ημέρα αυτή συνδυάζει τα θέματα, του Πάσχα αφ’ ενός και της επιφοιτήσεως του αγίου Πνεύματος αφ’ ετέρου, και «προφαίνει» τη δόξα της αναλήψεως του Κυρίου, που θα εορταστεί μετά από 15 ημέρες. Ακριβώς δε αυτό το μέσον των δύο μεγάλων εορτών έφερνε στο νου και ένα εβραϊκό επίθετο του Κυρίου, το «Μεσ­σίας».

Μεσσίας στα ελληνικά μεταφράζεται Χριστός. Αλλά ηχητικά θυμίζει το μέσον. Έτσι και στα τροπάρια και στο συναξάριο της ημέρας η παρετυμολογία αυτή γίνεται αφορμή να παρουσιασθεί ο Χριστός σαν Μεσσίας -μεσίτης Θεού και ανθρώπων, «μεσίτης και διαλλάκτης ημών και του αιωνίου αυτού Πατρός».

«Διά ταύτην την αιτίαν την παρούσα εορτή εορτάζοντες και Μεσοπεντηκοστήν ονομάζοντες τον Μεσσίαν ανυμνούμεν Χριστόν». σημειώνει ο Νικηφόρος Ξανθόπουλος στο συναξάριο. Σ’ αυτό βοήθησε και η ευαγγελική περικοπή, που επελέγη για την ημέρα αυτή.

Μεσούσης της εορτής του ιουδαϊκού Πάσχα ο Χριστός ανεβαίνει στο ιερό και διδάσκει. Η διδασκαλία Του προκαλεί τον θαυμασμό, αλλά και ζωηρή αντιδικία μεταξύ αυτού και του λαού και των διδασκάλων. Είναι Μεσσίας ο Ιησούς ή δεν είναι; Είναι η διδασκαλία Του εκ Θεού ή δεν είναι;

Νέο λοιπόν θέμα προστίθεται: ο Χριστός είναι ο διδάσκαλος. Αυτός που ενώ δεν έμαθε γράμματα κατέχει το πλήρωμα της σοφίας, γιατί είναι η Σοφία του Θεού που κατασκεύασε τον κόσμο. Ακριβώς από αυτόν τον διάλογο εμπνέεται μεγάλο μέρος της υμνογραφίας της εορτής.

Εκείνος που διδάσκει στο ναό, στο μέσον των διδασκάλων του ιουδαϊκού λαού, στο μέσον της εορτής, είναι ο Μεσσίας, ο Χριστός, ο Λόγος του Θεού. Αυτός που αποδοκιμάζεται από τους δήθεν σοφούς του λαού Του είναι η του Θεού Σοφία.

Λίγες σειρές πιο κάτω στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, αμέσως μετά την περικοπή που περιλαμβάνει τον διάλογο του Κυρίου με τους Ιουδαίους «της εορτής μεσούσης», έρχεται ένας παρόμοιος διάλογος, ποy έγινε μεταξύ του Χριστού και των Ιουδαίων «τη εσχάτη ημέρα τη μεγάλη της εορτής», δηλαδή κατά την Πεντηκοστή.

Αυτός αρχίζει με μία φράση του Κυρίου- «Εάν τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω· ο πιστεύων εις εμέ, καθώς είπεν η γραφή, ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος». Και σχολιάζει ο ευαγγελιστής· «Τούτο δε είπε περί του Πνεύματος, ου έμελλον λαμβάνειν οι πιστεύοντες εις αυτόν».

Δεν έχει σημασία, ότι οι λόγοι αυτοί του Κυρίου δεν ελέχθησαν κατά την Μεσοπεντηκοστή, αλλά λίγες ημέρες αργότερα. Ποιητική αδεία μπήκαν στο στόμα του Κυρίου στην ομιλία Του κατά την Μεσοπεντηκοστή. Ταίριαζαν εξάλλου τόσο πολύ με το θέμα τής εορτής.

Δεν μπορούσε να βρεθεί πιο παραστατική εικόνα για να δειχθεί ο χαρακτήρας του διδακτικού έργου του Χριστού. Στο διψασμένο ανθρώπινο γένος η διδασκαλία του Κυρίου ήλθε σαν ύδωρ ζων, σαν ποταμός χάριτος που δρόσισε το πρόσωπο της γης.

Ο Χριστός είναι η πηγή της χάριτος, «του ύδατος του αλλομένου εις ζωήν αιώνιον», που ξεδιψά και αρδεύει τις συνεχόμενες από βασανιστική δίψα ψυχές των ανθρώπων. Που μεταβάλλει τους πίνοντας σε πηγές· «Ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσι ύδατος ζώντος». «Και γενήσεται αυτώ πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον», είπε στη Σαμαρείτιδα.

Που μετέτρεψε την έρημο του κόσμου σε θεοφύτευτο παράδεισο αειθαλών δένδρων φυτευμένων παρά τας διεξόδους των υδάτων του αγίου Πνεύματος. Το γόνιμο αυτό θέμα έδωσε νέες αφορμές στην εκκλησιαστική ποίηση και στόλισε την εορτή της Μεσοπεντηκοστής με εξαίρετους ύμνους.

Αυτή με λίγα λόγια είναι η εορτή της Μεσοπεντηκοστής.

Η έλλειψη ιστορικού υπόβαθρου της στέρησε τον απαραίτητο εκείνο λαϊκό χαρακτήρα, που θα την έκανε προσφιλή στον πολύ κόσμο.

Και το εντελώς θεωρητικό της θέμα δεν βοήθησε τους χριστιανούς, που δεν είχαν τις απαραίτητες θεολογικές προϋποθέσεις, να ξεπεράσουν την επιφάνεια και να εισδύσουν στην πανηγυριζόμενη δόξα του διδασκάλου Χριστού, της Σοφίας και Λόγου του Θεού, της πηγής του ακένωτου ύδατος.

Συνέβη με αυτή κάτι ανάλογο με εκείνο που συνέβη με τους περίφημους ναούς της του Θεού Σοφίας, που αντί να τιμώνται στο όνομα του Χριστού ως Σοφίας του Θεού, προς τιμήν του οποίου ανεγέρθησαν, κατάντησαν, για τους ιδίους λόγους, να πανηγυρίζουν στην εορτή της Πεντηκοστής ή του αγίου Πνεύματος ή της αγίας Τριάδος ή των Εισοδίων ή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ή και αυτής της μάρτυρος Σοφίας και των τριών θυγατέρων της Πίστεως, Ελπίδος και Αγάπης.



Πηγή: Ι. Μ. Φουντούλη, «Λογική λατρεία»
Ἡλ Πηγή: askitikon.eu