του Ιωάννη Αν. Γκιάφη
Θεολόγου - Πολιτικού Επιστήμονος
Ο κοινωνικός αποκλεισμός ανθρώπων
με μια παρεκκλίνουσα συμπεριφορά από τη συνηθισμένη κοινωνικοπολιτική ζωή είναι
μια πραγματικότητα. Ίσως στην καθημερινότητά μας γινόμαστε αποδέκτες αυτού του
κοινωνικού φαινομένου. Άνθρωποι να τίθενται στο περιθώριο λόγω κάποιας
ιδιαιτερότητάς τους. Πρόκειται για ένα πανάρχαιο κοινωνικό φαινόμενο. Αλλά και
κατά την εποχή του Μεσαίωνα ξεστρατισμένα άτομα, φτωχοί και ψυχικά άρρωστοι
θεωρούνταν περιθωριακά άτομα. Μάλιστα τους έδιωχναν από τις πόλεις. Και σήμερα
βλέπουμε το φαινόμενο της περιθωριοποίησης να ενυπάρχει μέσα στο κοινωνικό
σύνολο. Διάφορες ευπαθείς ομάδες να μην αντιμετωπίζονται με σεβασμό,
αξιοπρέπεια και ισάξια με τις άλλες κοινωνικές ομάδες. Σε όλα αυτά η Εκκλησία
μας έχει μετοχή ή μένει αμέτοχη; Βοηθάει αυτούς τους ανθρώπους ή τους
παραγκωνίζει, όπως γίνεται από τον κόσμο; Τους αγκαλιάζει ή τους απομακρύνει;
Η Αγία και Μεγάλη Τετάρτη μέσα
από το συναξάρι της έρχεται να μας απαντήσει στον ως άνω προβληματισμό μας.
Ποιον παρουσιάζει ενώπιον μας; Μια πόρνη γυναίκα, της οποίας το όνομα δεν αναφέρεται
από τον ιερό ευαγγελιστή Ματθαίο (Ματθ. κστ΄,6-16). Αυτή ένοιωσε την ανάγκη να
συναντήσει το Χριστό, προκειμένου να την απαλλάξει από το βάρος των πολλών
αμαρτιών της. Πληροφορούμενη ότι ο Κύριος βρίσκεται στο σπίτι του Σίμωνος, του
λεπρού, έσπευσε να τον γνωρίσει. Μάλιστα τόσο πόθο γνωριμίας μετά του Ιησού
είχε, που δεν προσήλθε με άδεια χέρια. Κρατούσε ένα αγγείο περιέχον πολύτιμο
μύρο. Μόλις αντίκρισε τον Κύριο, έτρεξε κοντά Του και τον περιέλουσε στο κεφάλι
με μύρο, κλαίγοντας συγχρόνως για τις αμαρτίες της. Κατόπιν ξέπλεξε τα μαλλιά
της και σκούπισε αυτό. Πόση ταπείνωση από μια αμαρτωλή γυναίκα; Συναισθάνθηκε
την αμαρτωλότητά της και δεν έχασε καιρό. Έτρεξε κοντά στον ‘Μέγα ιατρό των
ψυχών και των σωμάτων’, στον Ιησού Χριστό. Δε δείλιασε λόγω της ιδιαιτερότητάς
της, αλλά πάτησε τον εγωισμό της και βρέθηκε κοντά του. Δεν ήρθε με θράσος,
αλλά με θάρρος ενώπιον του Κυρίου. Πρόκειται για μια γενναία και απαράμιλλη
πράξη!
Η αγορά ενός τόσο πολύτιμου μύρου
από την πλευρά της πόρνης γυναίκας πυροδότησε τα αρνητικά σχόλια των μαθητών
του Κυρίου. Εξέφρασαν την αγανάκτησή τους για αυτή την κίνηση. ‘‘Γιατί να μην είχε δοθεί το ποσό της αγοράς
του πολύτιμου μύρου στους πτωχούς
αδελφούς;’’, αναρωτήθηκαν οι μαθητές. Ο Κύριος αμέσως τους απάντησε πως
αυτή η γυναίκα έπραξε σωστά. Όσον αφορά τους πτωχούς πάντοτε θα τους έχουν μαζί
τους, σε αντίθεση με Αυτόν. Η προσφορά μύρου από μέρους της γυναίκας έμελλε να
προτυπώσει το μύρωμα του νεκρού Ιησού από τις μυροφόρες γυναίκες. Αυτή δε η
πράξη της γυναίκας θα μνημονεύεται όπου κηρυχθεί το ευαγγέλιο.
Αναμφισβήτητα η πόρνη γυναίκα
βρίσκεται στο επίκεντρο αυτής της ημέρας. Τα πάντα μέσα στον όρθρο της Αγίας
και Μεγάλης Τετάρτης την εξυμνούν για την πράξη της και την αληθινή μετάνοιά
της. Και εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι στην πανέμορφη αυτή κατανυκτική ακολουθία
ξεχωριστή θέση κατέχει το περίφημο και λαοφίλητο τροπάριο της διάσημης
ποιήτριας του Βυζαντίου, λογίας και ευσεβούς μοναχής, Κασσιανής. Η αγία Κασσιανή, της οποία
η μνήμη τιμάται στις 7 Σεπτεμβρίου, περιγράφει στον ύμνο αυτό το λυτρωτικό
δράμα της αμαρτωλής γυναίκας στην αποκορύφωσή του. Με αριστουργηματικό τρόπο
αισθητοποιεί τη μετάνοια της αμαρτωλής εκείνης γυναίκας καθώς και τη μεταστροφή
της στο Χριστό. Λανθασμένα ταυτίζεται από ορισμένους το πρόσωπο της ποιήτριας
με το πρόσωπο της αμαρτωλής εκείνης γυναίκας. Και μόνο χρονικά αυτή η άποψη δεν
στηρίζεται, αφού η πόρνη έζησε στις ημέρες του Χριστού, ενώ η αγία Κασσιανή
έζησε πολλούς αιώνες μετέπειτα.
Ο Χριστός δεν περιθωριοποιεί τον
αμαρτωλό, όπως έκανε η τότε ιουδαϊκή κοινωνία. Απεναντίας τον προσμένει με
ανοιχτή την αγκάλη του, αντιμετωπίζοντάς τον ως ένα από τα παιδιά του. Ως
παντογνώστης ξέρει σε τι βούρκο έχει περιπέσει και του απλώνει το χέρι του, για
να τον βγάλει απ’ αυτόν. Βέβαια θα πράξει αυτό, εφόσον προηγηθεί η ειλικρινής
μετάνοιά του. Επιπλέον, όλα τα μέλη του Σώματος του Χριστού οφείλουν παντοιοτρόπως
να δείχνουν την αγάπη τους και τη συμπαράστασή τους στο δράμα αυτών των ανθρώπων.
Διότι δεν παύουν και αυτοί να είναι εικόνες του παντοδύναμου Θεού. Η Αγίας μας
Εκκλησία δεν κατηγορεί τους αμαρτωλούς, την αμαρτία καταδικάζει!