Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΕΓΑΣ ΚΑΝΩΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΜΕΓΑΣ ΚΑΝΩΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

Τί εἶναι ὁ Μεγάλος Κανόνας, πότε ψάλλεται καί γιατί ὀνομάστηκε ἔτσι.


1. Ιωάννου Μ. Φουντούλη, Λογική Λατρεία, Θέσ/κή, 1971.
2. Μητρ. Νέας Σμύρνης Συμεών (Κοῦτσα), Ἀδαμιαῖος Θρῆνος, Ὁ Μέγας Κανών Ἀνδρέου τοῦ Κρήτης, Ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας.
Ἡ Πέμπτη ἑβδομάδα τῶν Νηστειῶν εἶναι τό λειτουργικό ἀποκορύφωμα τῆς Τεσσαρακοστῆς. Οἱ ἀκολουθίες εἶναι μακροτέρες καί ἐκλεκτότερες. Στή συνήθη ἀκολουθία τῶν λοιπῶν ἑβδομάδων θά προστεθοῦν δυό νέες μεγάλες ἀκολουθίες· Τήν Πέμπτη ὁ Μεγάλος Κανόνας καί τό Σάββατο ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος.
Κανονικά το ἀποκορύφωμα αὐτό θά ἔπρεπε νά ἀναζητηθεῖ στήν ἑπόμενη, στήν Ἕκτη ἑβδομάδα τῶν Νηστειῶν, πού εἶναι καί ἡ τελευταία της περιόδου αὐτῆς. Ἀλλά ὅλα στή λατρεία μᾶς ἔχουν τακτοποιηθεῖ ἀπό τούς πατέρες μέ πολλή μελέτη καί περίσκεψη. Μέ «διάκριση» κατά τήν ἐκκλησιαστική ἔκφραση. Μετά ἀπό τήν τελευταία ἑβδομάδα ἀκολουθεῖ ἡ Μ. Ἑβδομάδα, μέ πυκνές καί μακρές ἀκολουθίες, ἀνάλογες πρός τά μεγάλα ἐορτολογικά θέματα. Μεταξύ αὐτῆς καί τοῦ ἀποκορυφώματος τῆς Τεσσαρακοστῆς ἔπρεπε νά μεσολαβήσει μιά περίοδος σχετικῆς ἀναπαύσεως, μιά μικρή ἀνάπαυλα. Τό τόσο λοιπόν ἀνθρώπινα ἀναγκαῖο μεσοδιάστημα εἶναι ἡ τελευταία ἑβδομάδα καί τήν ἔξαρση τοῦ τέλους βαστάζει ἡ προτελευταία.

Πότε ψάλλεται ὁ Μ. Κανόνας;

Ο Μ. Κανόνας ψάλλεται τμηματικά στά ἀπόδειπνα τῶν τεσσάρων πρώτων ἡμερῶν τῆς Ἅ΄ Ἑβδομάδας τῶν Νηστειῶν καί ὁλόκληρος στήν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου τῆς Πέμπτης της Ἐ΄ ἑβδομάδας. Στίς ἐνορίες συνήθως ψάλλεται ἀνεξάρτητα ἀπό τόν ὄρθρο, σάν μικρή ἀγρυπνία, τό βράδυ τῆς Τετάρτης μαζί μέ τήν ἀκολουθία τοῦ ἀποδείπνου. Ἔτσι διευκολύνονται περισσότερο οἱ χριστιανοί στήν παρακολούθησή του. Μπορεῖ νά τόν βρεῖ κανείς μέσα στό λειτουργικό βιβλίο πού περιέχει τίς ἀκολουθίες τῆς Τεσσαρακοστῆς, τό Τριώδιο, καθώς καί σέ μικρά αὐτοτελῆ φυλλάδια. Ἡ παρακολούθηση τοῦ Κανόνα αὐτοῦ κατά τήν ὥρα τῆς ψαλμωδίας τοῦ εἶναι ἀρκετά δύσκολη, γιατί τά νοήματα εἶναι πυκνά καί ὁ ρυθμός τῆς ψαλμωδίας γρήγορος. Γιά τούς λόγους αὐτούς τά ἐγκόλπια αὐτά εἶναι ἰδιαίτερα ἀπαραίτητα γιά ὅσους θέλουν νά γνωρίσουν καλύτερα τόν ὕμνο αὐτό. Τά παρακάτω ἅς ἀποτελέσουν μιά σύντομη εἰσαγωγή καί βοήθεια γιά τήν κατανόησή του καί μιά παρακίνηση γιά τήν παρακολούθηση τῆς ψαλμωδίας τοῦ ἐκλεκτοῦ αὐτοῦ λειτουργικοῦ κειμένου.

Ποιός ὁ ποιητής – δημιουργός του Μ. Κανόνα;

Τόν Μ. Κανόνα συνέθεσε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὁ Ἱεροσολυμίτης. Γεννήθηκε στή Δαμασκό τό 660 μ. Χ. ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς. Σέ ἡλικία δεκαπέντε ἐτῶν ἡ ἀγάπη τοῦ τόν φέρνει στά Ἱεροσόλυμα ὅπου οἱ γονεῖς τοῦ τόν ἀφιερώνουν στόν Ναό τῆς Ἀναστάσεως. Στά Ἱεροσύλυμα ἀπόκτησε μεγάλη παιδεία, τήν «θύραθεν» καί τή θεολογική. Ἀνκαι τό ἔργο τοῦ ἔγινε στήν Κωνσταντινούπολη καί τήν Κρήτη φέρει τόν τίτλο τοῦ «Ἱεροσολυμίτη» ἐπειδή πέρασε ἀπό τήν ἁγία πόλη. Μοναχός της Μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα στά Ἱεροσόλυμα ἔγινε γραμματέας τοῦ Πατριάρχη Θεόδωρου. Τό 685 ἦλθε στήν Κωνσταντινούπολη γιά ἐκκλησιαστική ἀποστολή. Ἐκεῖ παρέμεινε γιά εἴκοσι χρόνια καί ἀνέλαβε διάφορες ἐκκλησιαστικές θέσεις καί τέλος γύρω στό 711 ἤ 712 ἐκλέγεται ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης.
Στή Κρήτη συμμετέχει στίς ταλαιπωρίες τοῦ ποιμνίου του πού ὀφείλονταν στίς Ἀραβικές ἐπιδρομές. Ἐμψυχώνει τό λαό στίς θλίψεις καί προσεύχεται γιά τή σωτηρία του. Μέ τίς προσευχές τοῦ σταματά τή μεγάλη ἀνομβρία καί σταματᾶ τή μάστιγα τῆς πείνας. Ἱδρύει μεγάλο «Ξενώνα» στόν ὁποῖο περιθάλπονται οἱ γέροντες καί οἱ ἄρρωστοι, φιλοξενοῦνται οἱ ξένοι καί οἱ φτωχοί διακονώντας ὁ ἴδιος. «Μέ τά χέρια τοῦ ὑπηρετοῦσε τούς ἀσθενεῖς καί τούς ἐπλένε τά πόδια καί τό κεφάλι, καθάριζε τίς πληγές τους καί τά τραύματά τους. Σ’ αὐτό τό σημεῖο τόν ὁδηγοῦσε ἡ ἀγάπη του πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον» σημειώνει ὁ βιογράφος του.
Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὁ Κρήτης εἶχε μεγάλη εὐλάβεια καί ἰδιαίτερη ἀγάπη του πρός τήν Παναγία. Ἀφιέρωσε πλῆθος ὕμνων καί ἐγκωμιαστικῶν λόγων στίς ἑορτές της. Ἔκτισε δέ μεγαλοπρεπῆ ναό πρός τιμήν τῆς Θεοτόκου πού τόν ὀνόμασε «Βλαχέρνες». Φρόντισε δέ γιά τήν ἐπισκευή τῶν παλαιῶν καί παραμελημένων ναῶν τούς ὁποίους «εὐπρεπῶς κατεκόσμησε». Πέθανε στίς 4 Ἰουλίου 740 στήν Ἐρεσό τῆς Λέσβου, εἴτε ἐπιστρέφοντας στήν Κρήτη μετά ἀπό ἕνα ταξίδι στήν Κωνσταντινούπολη, εἴτε καί ἐξόριστος ἐκεῖ – ἦταν ὑποστηρικτής τῶν ἁγίων εἰκόνων. Στήν παραλία τῆς Ἐρεσοῦ τιμᾶται μέχρι σήμερα ὁ τάφος του, μιά μεγάλη σαρκοφάγο, πού βρίσκεται πίσω ἀπό τό ἅγιο βῆμα τῆς ἐρειπωμένης βασιλικῆς της Ἁγίας μάρτυρος Ἀναστασίας, ὅπου κατά τούς βιογράφους τοῦ εἶχε ταφεῖ. Ἡ καθιέρωσή του ὡς Ἁγίου ἔγινε πολύ νωρίς.
Ὁ Ἀνδρέας ἦταν λόγιος κληρικός, ἐκκλησιαστικός ρήτορας καί ὑμνογράφος. Ἡ φιλολογική καί ὑμνογραφική του παραγωγή εἶναι ἀξιόλογη Οἱ λόγοι τοῦ εἶναι κυρίως ἐγκωμιαστικοί. Σώζονται ὅμιλιες στίς Θεομητορικές καί Δεσποτικές ἑορτές καί σέ διαφόρους ἁγίους. Στίς ὁμιλίες τοῦ φαίνεται ἡ ρητορική του τέχνη, ἡ ἄριστη γνώση τῆς ἀττικῆς γλώσσας, ἡ βαθιά γνώση τῆς βίβλου, ἰδιαίτερά της Π.Δ πού ἑρμηνεύει ἀλληγορικά. Χαρακτηρίζεται ὡς ὁ καλύτερος ἐκκλησιαστικός ρήτορας τῆς Βυζαντινῆς ἐποχῆς. Τά χαρακτηριστικά των λόγων τοῦ εἶναι ἡ «ἔντεχνος ρητορική ἐπεξεργασία καί τά ὑψηλά θεολογικά νοήματα». Τό ὑμνογραφικό του ἔργο εἶναι πλουσιότερό των ρητορικῶν του λόγων. Ἐφεῦρε τό εἶδος τῶν Κανόνων πού ψάλλονται μέχρι σήμερα καί διακρίνονται γιά τήν σαφήνεια καί τό διδακτικό τους χαρακτήρα. Τό σπουδαιότερο ὅμως ὑμνογραφικό του ἔργο εἶναι ὁ Μ. Κανόνας. Τόν ἔγραψε, ὅπως φαίνεται ἀπό διάφορες ἐνδείξεις, περί τό τέλος τῆς ζωῆς του, κατά δέ τήν μαρτυρία ἑνός συναξαρίου, στήν Ἐρεσό, λίγο πρίν πεθάνει. Ἄν ἡ πληροφορία αὐτή εἶναι ἀληθινή, ὁ Μ. Κανόνας εἶναι τό κύκνειο ἄσμα τοῦ ὑμνογράφου μας.
Γιά νά καταλάβουμε τήν ποιητική του δομή πρέπει νά κάνουμε μιά μικρή παρέκβαση. Τό ἔργο αὐτό ἀνήκει στό ποιητικό εἶδος τῶν κανόνων, πού κατά πολλούς ἔχει τήν ἀρχή τοῦ σ’ αὐτόν τόν ἴδιο τόν Ἀνδρέα. Εἶναι δέ οἱ κανόνες ἕνα σύστημα τροπαρίων, πού γράφονταν γιά ἕνα ὁρισμένο λειτουργικό σκοπό: νά διακοσμήσουν τή ψαλμωδία τῶν 9 ὠδῶν τοῦ Ψαλτηρίου, πού στιχολογοῦνταν στόν ὄρθρο. Ὅλος ὁ κανόνας ψάλλεται σέ ἕνα ἦχο. Κάθε ὅμως ὠδή παρουσιάζει μιά μικρή παραλλαγή στή ψαλμωδία κατά τρόπο, πού νά διατηρεῖται μέν ἡ μουσική ἑνότητα στόν ὅλο κανόνα, ἀφοῦ ὅλος ψάλλεται στόν ἴδιο ἦχο, ἀλλά καί νά σπάει καί ἡ μονοτονία μέ τίς παραλλαγές στήν ψαλμωδία πού παρουσιάζει κάθε μιά ὠδή.

Γιατί ὀνομάζεται «Μεγάλος»;

Ο Μ. Κανόνας στήν μορφή τοῦ ἔχει μιά χαρακτηριστική ἰδιορρυθμία. Ἡ ἰδιορρυθμία τοῦ συνίσταται στό ὅτι συγκρινόμενος πρός τούς ἄλλους ὁμοίους του κανόνες, εἶναι «μέγας». Μέγας στήν ἀπόλυτή του ἔννοια. Μεγαλύτερος δέν μποροῦσε νά ὑπάρξει· καί τοῦτο γιατί ὁ ποιητής θέλησε νά συνθέσει ὄχι τρία ἤ τέσσερα τροπάρια γιά τήν κάθε ὠδή, ὅπως συνήθως ἔχουν οἱ ἄλλοι κανόνες, ἀλλά πολύ περισσότερα: τόσα, ὅσα εἶναι καί ὅλοι οἱ στίχοι τῶν ὠδῶν, ἔτσι ὥστε στόν καθένα στίχο νά ἀντιστοιχεῖ καί νά παρεμβάλλεται κατά τήν ψαλμωδία ἀπό ἕνα τροπάριο. 250 εἶναι οἱ στίχοι τῶν ὠδῶν, 250 καί τά τροπάρια τοῦ Μ. Κανόνα, ἐνῶ οἱ συνήθης κανόνες ἔχουν γύρω στά 30. Σήμερα τά τροπάρια τοῦ Μ. Κανόνα εἶναι κατά 30 περίπου περισσότερα ἀπό τά ἀρχικά. Μεταγενέστεροι ὑμνογράφοι πρόσθεσαν τροπάρια γιά τήν ὁσία Μαρία τήν Αἰγυπτία καί γιά τόν ἴδιο τόν Ἀνδρέα.

Ποιό εἶναι τό περιεχόμενο τοῦ Μ. Κανόνα;

Ο Μ. Κανόνας παρουσιάζει τό τραγικό γεγονός τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους πού κατάστρεψε τή δυνατότητα τῆς κοινωνίας του μέ τόν Θεό. Στόν Μ. Κανόνα ὁ ποιητής θεωρεῖ καί βιώνει τό γεγονός τῆς πτώσεως προσωπικά. Μέ τήν καθημερινή ἁμαρτία τοῦ ταυτίζεται μέ τόν πρωτόπλαστο Ἀδάμ τοῦ ὁποίου γίνεται μιμητής. Ἡ ψυχή τοῦ ἀκολουθεῖ τή πορεία τῆς Εὕας. «Ἀλίμονο, ταλαίπωρη ψυχή! Γιατί μιμήθηκες τήν πρώτη Εὕα; Κοίταξες πονηρά καί πληγώθηκες πικρά». Ὁ ἅγιος ἀναφέρεται στήν ὕπαρξη πού κληρονομήσαμε μετά τή πτώση πού συνδέεται μέ τή φθορά καί τό θάνατο. Μέ τούς πρωτόπλαστους ἔχουμε ὀντολογική ἀλληλεγύη. Ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας καί ἡ ὁμολογία τῆς σφραγίζει ὁλόκληρο τόν Μ. Κανόνα.
Εἶναι ἕνα κύκνειο ἄσμα, ἕνας θρῆνος προθανάτιος, ἕνας μακρύς θρηνητικός μονόλογος, εἶναι ὁ Ἀδαμιαῖος θρῆνος. Ὁ ποιητής βρίσκεται στό τέλος τῆς ζωῆς του. Αἰσθάνεται ὅτι οἱ ἡμέρες τοῦ εἶναι πιά λίγες, ὁ βίος τοῦ ἔχει περάσει. Ἀναλογίζεται τόν θάνατο καί τήν κρίση τοῦ δίκαιου κριτῆ, πού τόν ἀναμένει. Καί ἔρχεται νά κάνει μιά ἀναδρομή, μιά ἀνασκόπηση τοῦ πνευματικοῦ του κόσμου. Κάθεται νά συζητήσει μέ τή ψυχή του. Ὁ ἀπολογισμός ὅμως δέν εἶναι ἐνθαρρυντικός. Ὁ βαρύς κλοιός τῆς ἁμαρτίας στόν συμπνίγει. Ἡ συνείδηση τόν ἐλέγχει. Καί ὁ ποιητής θρηνεῖ διαρκῶς γιά τήν ἄβυσσο τῶν κακῶν τους πράξεων. Στόν θρῆνο αὐτό συμπλέκεται ἡ ἀναδρομή στήν Ἁγία Γραφή. Αὐτό κυρίως δίνει τήν μεγάλη ἔκταση στό ποίημα. Ὁ σύνδεσμος ὅμως τοῦ θρήνου μέ τήν Γραφή εἶναι πολύ φυσικός. Σάν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ὁ ποιητής, ἀνοίγει τό βιβλίο τοῦ Θεοῦ γιά νά ἀξιολογήσει τά πεπραγμένα του. Ἐξετάζει ἕνα πρός ἕνα τα παραδείγματα τοῦ ἱεροῦ βιβλίου. Στίς ὀκτώ πρῶτες ὠδές παίρνει τά παραδείγματά του ἀπό τή Παλαιά Διαθήκη. Στή ἐννάτη ὠδή ἀπό τήν Καινή Διαθήκη. Τό ἀποτέλεσμα τῆς συγκρίσεως εἶναι κάθε φορᾶ τρομερό καί αἰτία νέων θρήνων. Ἔχει μιμηθεῖ ὅλες τίς κακές πράξεις ὅλων των ἡρώων τῆς ἱερᾶς ἱστορίας, ὄχι ὅμως καί τίς καλές πράξεις τῶν ἁγίων. Δέν τοῦ μένει παρά ἡ μετάνοια, ἡ συντριβή καί ἡ καταφυγή στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καί ἐδῶ ἀνοίγει ἡ αἰσιόδοξη προοπτική του ποιητῆ. Βρῆκε τήν πόρτα τοῦ παραδείσου, τήν μετάνοια. Καρπούς μετανοίας δέν ἔχει νά παρουσιάσει· προσφέρει ὅμως στόν Θεό τή συντετριμμένη τοῦ καρδιά καί τήν πνευματική του φτώχια. Τά βιβλικά παραδείγματα τοῦ Δαυίδ,τοῦ προφήτη Ἱερεμία, τῶν βασιλέων Μανασσῆ καί Ἐζεκία ἀπό τήν Π. Δ καί τοῦ Πέτρου, τῆς Μάρθας καί τῆς Μαρίας, τῆς Χαναναίας, τοῦ τελώνη, τῆς πόρνης καί τοῦ ληστῆ τόν ἐνθαρρύνουν. Πολλές φορές ἐπανέρχεται χρησιμοποιώντας τό παράδειγμα τῆς μετάνοιας τῆς πόρνης καί παρακαλεῖ τόν Κύριο νά δεχθεῖ τά δικά του δάκρυα ὅπως δέχθηκε καί τά δικά της καί νά τοῦ συγχωρήσει τίς ἁμαρτίες του. Ὁ κριτής θά εὐσπλαχνισθεῖ καί αὐτόν, πού ἁμάρτησε πιό πολύ ἀπό ὅλους τους ἀνθρώπους. Ψάλλεται σέ ἦχο πλ. τοῦ β΄. Εἶναι ἦχος γλυκός, κατανυκτικός καί ἐκφραστῆς τοῦ πένθους καί τῆς συντριβῆς.
Μέσα στό πλαίσιο τῆς κατανυκτικῆς περιόδου τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς ὁ γεμάτος κατάνυξη Μ. Κανόνας προσφέρει ἕνα συγκλονιστικό βίωμα. Μπαίνει στό στόμα τοῦ πιστοῦ σάν φωνή, σάν ἐγερτήριο, σάν ἀφυπνιστικός σεισμός. Σάν ἀποστροφή στήν κοιμωμένη καί ραθυμοῦσα ψυχή του.
Τοῦτο ἀνακεφαλαιώνει τό θαυμαστό προοίμιο τοῦ Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ πού συμψάλλεται μέ τόν Μ. Κανόνα:
«Ψυχή μου, Ψυχή μου, ἀνάστα τί καθεύδεις;
Τό τέλος ἐγγίζει καί μέλλεις θορυβεῖσθαι·
ἀνανηψον οὔν, ἴνα φείσηταί σου Χριστός ὁ Θεός,
ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν».

Ἡλ. Πηγή: agdimartas.gr