Τετάρτη 8 Απριλίου 2020

Η Λειτουργία των Προηγιασμένων (Ιωάννου Φουντούλη)


Καρδιά της Μ. Τεσσαρακοστής είναι η θεία λειτουργία των Προηγιασμένων δώρων. Μπορούμε χωρίς υπερβολή να ονομάσομε τη λειτουργία αυτή, μαζί με τα λειτουργικά χειρόγραφα, «Λειτουργία της Μ. Τεσσαρακοστής», γιατί πραγματικά αποτελεί την πιο χαρακτηριστική ακολουθία της ιεράς αυτής περιόδου. Είναι δυστυχώς αλήθεια, ότι πολλοί από τους χριστιανούς αγνοούν τελείως την ύπαρξη της, ή την ξέρουν μόνο από το όνομα, ή και ελάχιστες φορές την έχουν παρακολουθήσει. Δεν πρόκειται να τους κατηγορήσουμε γι’ αυτό. Η λειτουργία των Προηγιασμένων τελείται σήμερα στους ναούς μας το πρωί των καθημερινών της Τεσσαρακοστής, ημερών δηλαδή εργάσιμων, και γι’ αυτό πολύ λίγοι είναι εκείνοι που δεν δεσμεύονται κατά τις ώρες αυτές από τα επαγγέλματα ή την υπηρεσία τους.

Σε πολλούς ναούς τελείται κάθε Τετάρτη απόγευμα, σε ώρες που πολλοί, αν όχι όλοι οι πιστοί, έχουν τη δυνατότητα να παρευρεθούν στην τέλεση της.Το όνομα της η λειτουργία αυτή το πήρε από την ίδια τη φύση της. Είναι στην κυριολεξία λειτουργία «προηγιασμένων δώρων». Δεν είναι δηλαδή λειτουργία όπως οι άλλες γνωστές λειτουργίες του Μ. Βασιλείου και του ιερού Χρυσοστόμου, στις οποίες έχομε προσφορά και καθαγιασμό τιμίων δώρων. Τα δώρα είναι εδώ καθαγιασμένα, προηγιασμένα, από άλλη λειτουργία, που τελέσθηκε σε άλλη ημέρα. Τα προηγιασμένα δώρα προτίθενται κατά τη λειτουργία των Προηγιασμένων για να κοινωνήσουν απ’ αυτά και να αγιασθούν οι πιστοί. Με άλλα λόγια η λειτουργία των Προηγιασμένων είναι μετάληψη, κοινωνία.

Για να κατανοήσομε τη γενεσιουργό αιτία της λειτουργίας των προηγιασμένων πρέπει να ανατρέξουμε στην ιστορία της. Οι ρίζες της βρίσκονται στην αρχαιότατη πράξη της Εκκλησίας μας. Σήμερα έχομε τη συνήθεια να κοινωνούμε κατά αραιά διαστήματα. Στους πρώτους όμως αιώνες της ζωής της Εκκλησίας οι πιστοί κοινωνούσαν σε κάθε λειτουργία, και μόνον εκείνοι που είχαν κάνει διάφορα σοβαρά αμαρτήματα αποκλείονταν για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα από τη μετάληψη των αγίων μυστηρίων. Κοινωνούσαν δηλαδή οι πιστοί απαραιτήτως κάθε Κυριακή και κάθε Σάββατο και ενδιαμέσως της εβδομάδας όσες φορές ετελείτο η θεία λειτουργία, τακτικά ή έκτακτα στις εορτές που τύχαινε να συμπέσουν μέσα στην εβδομάδα.

Ο Μ. Βασίλειος μαρτυρεί, ότι οι χριστιανοί της εποχής του κοινωνούσαν τακτικά τέσσερεις φορές την εβδομάδα, δηλαδή την Τετάρτη, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή (Επιστολή 93). Αν πάλι δεν ήταν δυνατό να τελεστεί ενδιάμεσα της εβδομάδας η θεία λειτουργία, τότε οι πιστοί κρατούσαν μερίδες από τη θεία κοινωνία της Κυριακής και κοινωνούσαν μόνοι τους. Το έθιμο αυτό το επιδοκιμάζει και ο Μ. Βασίλειος. Στα μοναστήρια και ιδιαίτερα στα ερημικά μέρη, όπου οι μοναχοί δεν είχαν τη δυνατότητα να παραβρεθούν σε άλλες λειτουργίες εκτός της Κυριακής, έκαναν ό,τι και οι κοσμικοί. Κρατούσαν δηλαδή αγιασμένες μερίδες από την Κυριακή ή το Σάββατο και κοινωνούσαν μόνοι τους. Οι μοναχοί όμως αποτελούσαν μικρές ή μεγάλες ομάδες και όλοι έπρεπε να προσέλθουν και να κοινωνήσουν κατά τις ιδιωτικές αυτές κοινωνίες. Έτσι αρχίζει να διαμορφώνεται μια μικρή ακολουθία.

Όλοι μαζί προσευχόντουσαν προ της κοινωνίας και όλοι μαζί ευχαριστούσαν το Θεό, που τους αξίωσε να κοινωνήσουν. Αν υπήρχε και ιερέας, αυτός τους πρόσφερε τη θεία κοινωνία. Αυτό γινόταν μετά την ακολουθία του εσπερινού ή της Θ΄ (εννάτης) ώρας (3 μ. μ.), γιατί οι μοναχοί έτρωγαν συνήθως μόνο μια φορά την ημέρα, μετά τον εσπερινό. Σιγά – σιγά θέλησαν να εντάξουν την κοινωνία τους αυτή στα πλαίσια μιας ακολουθίας, που να υπενθυμίζει τη θεία λειτουργία. Κατά τον τρόπο αυτό διαμορφώθηκε η ακολουθία των Τυπικών (δηλαδή κατά τον τύπο της θείας λειτουργίας), προς το τέλος της οποίας κοινωνούσαν. Αυτή είναι και η μητρική μορφή της Προηγιασμένης.

Ας έλθουμε τώρα στην Τεσσαρακοστή. Η θεία λειτουργία κατά την περίοδο αυτή ετελείτο μόνο κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές. Παλαιό έθιμο επικυρωμένο από εκκλησιαστικούς κανόνες απαγόρευε την τέλεση της θείας λειτουργίας κατά τις ημέρες της εβδομάδας, γιατί αυτές ήταν ημέρες νηστείας και πένθους. Η τέλεση της θείας λειτουργίας ήταν κάτι ασυμβίβαστο προς τον χαρακτήρα των ημερών αυτών. Η λειτουργία είναι πασχάλιο μυστήριο, που έχει έντονο τον πανηγυρικό, τον χαρμόσυνο και επινίκιο χαρακτήρα. Αυτό όμως γεννούσε πρόβλημα. Οι χριστιανοί έπρεπε να κοινωνήσουν δύο φορές τουλάχιστον ακόμη την εβδομάδα, το λιγότερο δηλαδή κατά τις δύο ενδιάμεσες ημέρες, την Τετάρτη και την Παρασκευή, που αναφέρει και ο Μ. Βασίλειος. Η λύση ήδη υπήρχε: οι πιστοί θα κοινωνούσαν από προηγιασμένα άγια. Οι ημέρες αυτές ήσαν ημέρες νηστείας. Νηστεία την εποχή εκείνη σήμαινε πλήρη αποχή τροφής μέχρι τη δύση του ήλιου. Η κοινωνία λοιπόν θα έπρεπε να κατακλείσει τη νηστεία, να γίνει δηλαδή μετά την ακολουθία του εσπερινού.

Στο σημείο αυτό συνδέεται η ιστορία με τη σημερινή πράξη. Η λειτουργία των Προηγιασμένων είναι σήμερα ακολουθία εσπερινού, στην οποία προστίθεται η παράθεση των δώρων, οι προπαρασκευαστικές ευχές, η θεία κοινωνία και η ευχαριστία ύστερα από αυτήν. Η διαμόρφωσή της μέσα στο όλο πλαίσιο της Τεσσαρακοστής της έδωσε ένα έντονο «πενθηρό», κατά τον Θεόδωρο Στουδίτη, χαρακτήρα. Με τον εσπερινό συμπλέκονται τροπάρια κατανυκτικά, οι ιερείς φέρουν πένθιμα άμφια, η αγία τράπεζα και τα τίμια δώρα είναι σκεπασμένα με μαύρα καλύμματα, οι ευχές είναι γεμάτες ταπείνωση και συντριβή. «Μυστικωτέρα εις παν η τελετή γίνεται» κατά τον ίδιο Πατέρα.

Καιρός να ρίξωμε μια ματιά σ’ αυτήν την ίδια τη λειτουργία των Προηγιασμένων, στη μορφή που ύστερα από μακρά εξέλιξη αποκρυσταλλώθηκε και κατά την οποία τελείται σήμερα στους ναούς μας. Ήδη επισημάναμε τα δύο λειτουργικά στοιχεία που τη συνθέτουν: την ακολουθία του εσπερινού και τη θεία κοινωνία. Το πρώτο μέρος της αποτελεί ο συνήθης εσπερινός της Τεσσαρακοστής με μικρές μόνο τροποποιήσεις. Ο ιερέας κατά τη ψαλμωδία της Θ΄ ώρας ντύνεται την ιερατική του στολή και θυμιάζει. Η έναρξη γίνεται με το « Ευλογημένη η βασιλεία…» κατά τον τύπο της θείας λειτουργίας. Διαβάζεται ο προοιμιακός, ο 103ος δηλαδή ψαλμός, που περιγράφει το δημιουργικό έργο του Θεού. Είναι το προοίμιο του εσπερινού, αλλά και όλης της ακολουθίας του νυχθημέρου, που αρχίζει, ως γνωστό, κατά τον εβραϊκό τρόπο, από την εσπέρα· πρώτο μέρος του εικοσιτετραώρου θεωρείται η νύχτα. Ύστερα ο διάκονος ή ο ιερέας θέτει στο στόμα των πιστών τα ειρηνικά. Ακολουθεί η ανάγνωση του 18ου καθίσματος του Ψαλτηρίου· «Πρός Κύριον εν τω θλίβεσθαι με εκέκραξα και εισήκουσε μου…».

Είναι το τμήμα του ψαλτηρίου που έχει καθοριστεί να διαβάζεται κατά τους εσπερινούς της Τεσσαρακοστής. Ο ιερέας εν τω μεταξύ ετοιμάζει στην πρόθεση τα προηγιασμένα από τη λειτουργία του προηγουμένου Σαββάτου ή της Κυριακής τίμια δώρα. Αποθέτει τον άγιο άρτο στο δισκάριο, κάνει τη ένωση του οίνου και του ύδατος στο άγιο ποτήριο και τα καλύπτει. Ο εσπερινός συνεχίζεται με τη ψαλμωδία των ψαλμών του λυχνικού και των κατανυκτικών τροπαρίων της ημέρας, που παρεμβάλλονται στους τελευταίους στίχους των ψαλμών αυτών και γίνεται είσοδος. Διαβάζονται δύο αναγνώσματα από την Π. Διαθήκη, ένα από τη Γένεση και ένα από το βιβλίο των Παροιμιών. Θα σταθούμε για λίγο στην κατανυκτική ψαλμωδία του «Κατευθυνθήτω», του δεύτερου στίχου του 140ου ψαλμού. Ψάλλεται μετά από τα αναγνώσματα έξι φορές, από τον ιερέα και τους χορούς, ενώ ο ιερέας θυμίαζει την αγία τράπεζα.

Κατόπιν γίνεται η εκτενής δέηση υπέρ των τάξεων των μελών της Εκκλησίας, των κατηχουμένων, των ετοιμαζομένων για το άγιο βάπτισμα, «των προς το φώτισμα ευτρεπιζομένων» και των πιστών. Και μετά την απόλυση των κατηχουμένων έρχεται το δεύτερο μέρος, η κοινωνία των μυστηρίων.

Τη μεταφορά των προηγιασμένων δώρων από την πρόθεση στο θυσιαστήριο, που γίνεται με μεγάλη κατάνυξη, ενώ οι πιστοί σκύβουν μέχρι το έδαφος, συνοδεύει η ψαλμωδία του αρχαίου ύμνου «Νυν αι δυνάμεις».

Η προπαρασκευή για τη θεία κοινωνία περιλαμβάνει κυρίως την Κυριακή προσευχή, το «Πάτερ ημών…», ακολουθεί η κοινωνία και μετά απ’ αυτήν η ευχαριστία. Και η λειτουργία τελειώνει με την κατανυκτική οπισθάμβωνο ευχή. Είναι δέηση, που συνδέει την τέλεση της κατανυκτικής αυτής λειτουργίας με την περίοδο των Νηστειών. Ο πνευματικός αγώνας της Τεσσαρακοστής είναι σκληρός, αλλά και η νίκη κατά των αοράτων εχθρών είναι βέβαιη για τους αγωνιζομένους τον καλόν αγώνα. Η ανάσταση δεν είναι μακριά.

Η θεία λειτουργία των Προηγιασμένων είναι μία από τις ωραιότερες και κατανυκτικότερες ακολουθίες της Εκκλησίας μας. Αλλά συγχρόνως και μία διαρκής πρόσκληση για τη συχνή κοινωνία των θείων μυστηρίων. Μια φωνή από τα βάθη των αιώνων, από την αρχαία ζωντανή παράδοση της Εκκλησίας. Φωνή που λέει, ότι ο πιστός δεν μπορεί να ζει τη ζωή του Χριστού αν δεν ανανεώνει διαρκώς την ένωσή του με την πηγή της ζωής, το σώμα και το αίμα του Κυρίου. Διότι ο Χριστός είναι «η ζωή ημών».

Πηγή: Ιωάννου Μ. Φουντούλη, Λογική Λατρεία.
(Ηλ. Πηγή: pemptousia.gr)

Κυριακή 5 Απριλίου 2020

Υπόδειγμα μετανοίας σε έχομεν, Μαρία Αιγυπτία



Ιεροδιάκονος Ραφαήλ Χ. Μισιαούλης, θεολόγος

Μια εξαίρετη γυναικεία ασκητική μορφή προβάλλει η Μητέρα μας Εκκλησία την Κυριακή Ε΄ των Νηστειών. Αυτή η μορφή είναι της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Μια μορφή προς μίμηση, με πολλά διδάγματα που ανακτά ο κάθε χριστιανός αντικρίζοντάς την. Ο βίος της Οσίας διασώθηκε από τον Όσιο Ζωσιμά και καταγράφηκε από τον Άγιο Σωφρόνιο Πατριάρχη Ιεροσολύμων (τιμάται 11 Μαρτίου).

Η Οσία Μαρία έζησε την περίοδο του αυτοκράτορος Ιουστινιανού, τον 6ο αιώνα, στην Αίγυπτο. Σε ηλικία δώδεκα ετών άρχισε να ζει άσωτη ζωή, ικανοποιώντας τις ηδονές και απολαύσεις της σαρκός, όπου αυτή η ζωή διήρκεσε για δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια μέχρι που «ήλθεν εις εαυτόν»[1] να καταλάβει το σφάλμα της. Ζώντας αυτή τη ζωή δεν εισέπραττε χρήματα, απλώς ικανοποιούσε το πάθος της.
Όμως, ο Πολυεύσπλαχνος και Ελεήμων Θεός που «θέλει πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν»[2], έδωσε το μήνυμα και στην Οσία για να καταλάβει το σφάλμα της και να μετανοήσει. Έτσι, μια μέρα ακολούθησε κάποιους προσκυνητές που πήγαιναν για προσκύνημα στα Ιεροσόλυμα, όχι για να προσκυνήσει, αλλά για να ασελγήσει με τους ταξιδιώτες.

Στα Ιεροσόλυμα της συνέβη ένα θαυμαστό γεγονός. Καθώς πήγε να εισέλθει εις το Ναό για να προσκυνήσει το Τίμιο Ξύλο, κάτι την εμπόδιζε να περάσει. Κατάλαβε η ίδια από πού προερχόταν αυτό το εμπόδιο και πήγε ενώπιον της εικόνος της Θεοτόκου, έδειξε τη μετάνοιά της και επικαλέστηκε τη βοήθεια και καθοδήγησή Της. Στη συνέχεια, εισήλθε εις το Ναό χωρίς κανένα εμπόδιο, προσκύνησε τον Τίμιο Σταυρό και ήκουσε φωνή να την προσκαλεί να βαδίσει εις την έρημο.

Στην έρημο έζησε σαρανταεπτά ολόκληρα χρόνια χωρίς να αντικρύσει άνθρωπο. Μόνος της θεατής ήταν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Αγωνίσθηκε σκληρά, «τη σιγή της ασκήσεως απέπνιξε»[3], υπέμεινε αγόγγυστα πολλές δοκιμασίες, «πυκτεύουσα[4]», με ακρότατη άσκηση πάλεψε να νικήσει τους προερχόμενους εκ της άσωτης ζωής λογισμούς, ώσπου έφθασε να αποκτήσει μία ζωή αγγελική και πέρα από τα ανθρώπινα όρια. Έφθασε στο επίπεδο της απάθειας, δηλαδή δεν αισθανόταν τον πόνο της σαρκός, την πείνα, την δίψα. Ο νους της ήταν στραμμένος στο Θεό, όπως λέει και ο Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός. Όμως, όταν ερχόταν κάποιος λογισμός μέσα της, έπεφτε στην γη, την έβρεχε με δάκρυα και δεν σηκωνόταν από τη γη «ἕως ὅτου τὸ φῶς ἐκεῖνο τὸ γλυκὺ περιέλαμψεν καὶ τοὺς λογισμοὺς τοὺς ἐνοχλοῦντάς μοι ἐδίωξεν».

Με την δύναμη του Θεού κατάφερε να νικήσει τον διάβολο και να ανέβει ψηλά στον Θεό! Πώς, με τί; Με τη νηστεία και την προσευχή, με νηστεία και προσευχή! Διότι η νηστεία, η νηστεία μαζί με την προσευχή, είναι δύναμη που νικά τα πάντα[5]. Ένας θαυμάσιος ύμνος της Μεγ. Τεσσαρακοστής λέγει: «ακολουθήσωμεν τω διά νηστείας ημίν, την κατά του διαβόλου νίκην υποδείξαντι, Σωτήρι των ψυχών ημών»[6]. Με τη νηστεία μας έδειξε τη νίκη κατά του διαβόλου. Δεν υπάρχει άλλο όπλο, δεν υπάρχει άλλο μέσον. Νηστεία! Ιδού το μέσον για να νικήσεις τον διάβολο, τον κάθε διάβολο. Παράδειγμα νίκης, η αγία Μαρία η Αιγυπτία.

Μια σημαντική μορφή, όμως, απετέλεσε ορόσημο για την πορεία της ζωής της Οσίας. Αυτή η μορφή ήταν του Οσίου Ζωσιμά (τιμάται 4 Απριλίου). Όταν ο Όσιος εξήλθε από το Μοναστήρι του να πάει στην έρημο για περαιτέρω άσκηση, συνάντησε την Μαρία, η οποία αφού του εξομολογήθηκε με ειλικρίνεια την βιοτή της, τον παρακάλεσε να μεταλάβει των Αχράντων Μυστηρίων. Έτσι, το επόμενο έτος την Μεγάλη Πέμπτη αξιώθηκε από τον Κύριο να μεταλάβει των Φρικτών Μυστηρίων. Το επόμενο έτος, όταν ο Ζωσιμάς πήγε να την επισκεφθεί, την βρήκε νεκρή, όπου δίπλα από το σώμα της βρέθηκαν τα εξής «Αββά Ζωσιμά, θάψον ώδε το σώμα της αθλίας Μαρίας. Απέθανον την αυτήν ημέραν, καθ ΄ην εκοινώνησα των αχράντων Μυστηρίων. Εύχου υπέρ εμού».

Η περίφημη πόρνη έγινε η μεγαλύτερη ασκήτρια όλων των αιώνων. Ο βίος της Οσίας μας συγκινεί, παραδειγματίζει τον κάθε ένα από μας. Αυτό που αποκομίζει κανείς από τον βίο της είναι ότι οι Άγιοι της Εκκλησίας μας δεν ήταν υπεράνθρωποι τους οποίους δεν αγγίζει η αμαρτία, δεν ήταν αναμάρτητοι αλλά ήταν άνθρωποι ως «σάρκα φορούντες και τον κόσμο οικούντες», είχαν μεταπτώσεις κι έκαναν λάθη. Όμως, αυτό που έχει σημασία είναι ο τρόπος που αντιμετώπιζαν τα λάθη τους, η μετάνοια. Το φάρμακο της αμαρτίας είναι η μετάνοια, που είναι και το πιο φοβερό όπλο εναντίον του διαβόλου, που στη ταραγμένη εποχή μας στήνει τις παγίδες του και φωλιάζει παντού. Όταν λοιπόν αμαρτήσεις, όπως λέει ο Δαβίδ, «λέγε τας αμαρτίας σου πρώτος διά να δικαιωθής». Και να είσαι βέβαιος ότι με το φάρμακο της μετάνοιας θα χυθεί άφθονα στην ψυχή σου η φιλανθρωπία του Θεού. Συνεπώς, η αμαρτία δεν είναι τίποτα άλλο από την απομάκρυνση του ανθρώπου από τον Δημιουργό του Θεό.

Η μετάνοια της Οσίας Μαρίας είναι ολοκληρωτική, γιατί πραγματικά μετανόησε για την ζωή της, για τα σφάλματά της, άφησε πίσω της τον παλαιό άνθρωπο και ενδύθηκε τον νέο. Η μετάνοια είναι μια διαρκής κατάσταση και η ανάμνηση της αμαρτίας πρέπει να παραμένει και μετά την μετάνοια. «Όσες φορές κι αν πέσεις στην αγορά, τόσες φορές και σηκώνεσαι. Κατά τον ίδιο τρόπο, όσες φορές κι αν αμαρτήσεις, μετανόησε για την αμαρτία σου[7]».

Δεν μπορούν όλοι να γίνουν ασκητές και ερημίτες, για τον κάθε ένα όμως από εμάς υπάρχει η κατάλληλη πορεία προς τη σωτηρία. Ο Χρυσορρήμων Χρυσόστομος τονίζει ανάμεσα σε άλλους πέντε δρόμους σωτηρίας[8] την αυτοκαταδίκη και ομολογία των αμαρτιών, τη συγχωρητικότητα και αγάπη προς τους αδελφούς μας, το πένθος και τα δάκρυα για τις αμαρτίες μας, την ταπεινοφροσύνη, την ελεημοσύνη και τη θερμή προσευχή.

Με τον βίο της η Αγία Μαρία μας επιβεβαιώνει το λόγο του Κυρίου ότι «πόρνες και τελώνες θα εισέλθουν στη Βασιλεία των Ουρανών»[9], δηλαδή μετανοημένοι αμαρτωλοί. Η Οσία μας καλεί σε μετάνοια και μας προσκαλεί να επιστρέψουμε στους κόλπους του Πατρός στην πορεία προς το Πάθος και την Ανάσταση του Χριστού. Αμήν



[1] Μτθ 18,17
[2] Τιμ. Α΄2,4
[3] Δοξαστικό Αποστίχων του Εσπερινού της Οσίας Μαρίας
[4] Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, κείμενο στην Οσία Μαρία την Αιγυπτία
[5] Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, Λόγος στην Οσία Μαρία την Αιγυπτία
[6] (Πέμπτη Α Εβδομάδος των Νηστειών, Απόστιχα Εσπερινού)
[7] Βενεδίκτου ιερομονάχου, Χρυσοστομικός Άμβων Στ΄(Μετάνοια, Εξομολόγησις, Νηστεία, Θεία Κοινωνία), εκδ. Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη Αγίου Όρους 2009, σελ.126
[8] Βενεδίκτου ιερομονάχου, Το μυστήριον της μετανοίας, Ιερόν Κουτλουμουσιανόν Κελλίον Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, Άγιον Όρος 2004, σελ. 30-31
[9] Μτθ 21,31

Ἡλ. Πηγή: pemptousia.gr

Ζωντανή μετάδοση Όρθρου και Θείας Λειτουργίας Ε΄ Κυριακής Νηστειών

Παρακολουθήστε ζωντανά την ακολουθία του Όρθρου και τη Θεία Λειτουργία από τον Ιερό μας Ναό (κεκλεισμένων των θυρών) από το κανάλι μας στο Youtube και εδώ.



Παρασκευή 3 Απριλίου 2020

Ζωντανή μετάδοση της Ακολουθίας του Ακαθίστου Ύμνου

Παρακολουθήστε ζωντανά την ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου από τον Ιερό μας Ναό (κεκλεισμένων των θυρών) από το Youtube και από εδώ.


Ο Ακάθιστος Ύμνος (Ιωάννου Φουντούλη)


Το Σάββατο της Πέμπτης εβδομάδας των Νηστειών, χαρακτηρίζεται στο εορτολόγιο της Εκκλησίας μας ως «Σάββατον του Ακαθίστου». Ακούμε τον ύμνο αυτό να ψάλλεται τμηματικά κατά τα απόδειπνα των τεσσάρων πρώτων Παρασκευών της Τεσσαρακοστής. Από τα λειτουργικά μας βιβλία προβλέπεται η ψαλμωδία του Ακαθίστου κατά τον όρθρο του Σαββάτου. Έτσι ψάλλεται μέχρι σήμερα στα μοναστήρια. Στους ενοριακούς ναούς η ακολουθία του Ακαθίστου για διευκόλυνση των χριστιανών ψάλλεται το βράδυ της Παρασκευής μαζί με την ακολουθία του αποδείπνου και το πρωί τελείται ο όρθρος και η θεία λειτουργία.

Παλαιότερα κατά τα διάφορα Τυπικά, έχουμε και αλλά λειτουργικά πλαίσια για την ψαλμωδία του ύμνου: την ακολουθία του όρθρου, του εσπερινού, της παννυχίδος ή μιας ιδιόρρυθμης Θεομητορικής Κωνσταντινουπολίτικης ακολουθίας, την «πρεσβεία». Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις σ’ ένα ορισμένο σημείο της κοινής ακολουθίας γίνεται μια παρεμβολή. Ψάλλεται ο κανών της Θεοτόκου και ολόκληρο ή τμηματικά το κοντάκιο και οι οίκοι του Ακάθιστου.

Δεν πιστεύω να υπάρχει άλλο υμνολογικό κείμενο της Εκκλησίας μας, που να χρησιμοποιήθηκε στη θεία λατρεία τόσες φορές όσες ο Ακάθιστος. Στα μοναστήρια τον διαβάζουν κάθε μέρα και όλοι οι μοναχοί τον γνωρίζουν από στήθους, απ’ έξω, όπως λέμε. Στις ενορίες είναι μια από τις προσφιλέστερες στο λαό ακολουθίες. Αναρίθμητες είναι οι εκδόσεις του ύμνου αυτού και πλήθος μελετών έχουν γραφτεί με θέμα τον Ακάθιστο. Παρά ταύτα ένα πλήθος προβλημάτων γύρω από τον ύμνο αυτό δεν βρήκαν ακόμη τη λύση τους. Στη μεγάλη διάδοση του Ακαθίστου συντέλεσαν πολλοί λόγοι. Το θέμα του, η μελωδία του, η ωραία ποιητική πλοκή και, ιδιαίτερα για το έθνος μας, η σύνδεσή του με μεγάλα γεγονότα της ιστορικής του ζωής. Η Παναγία εξ άλλου, την οποίαν υμνολογεί ο Ακάθιστος, σ’ όλη την μακραιώνα ζωή της Εκκλησίας είναι το κέντρο της ευλάβειας των χριστιανών, το πρόσωπο που μακαρίζουν, κατά την πρόρρησή της, «πάσαι αι γενεαί» (Λουκ. 1,48).

Θα παρατρέξουμε το διαφιλονικούμενο, εξ άλλου, θέμα του χρόνου της συντάξεως και του ποιητή του Ακάθιστου. Πολλοί φέρονται ως ποιητές του: ο Ρωμανός ο Μελωδός, ο Γεώργιος Πισίδης, οι πατριάρχες της Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος, Γερμανός ο Α΄, ο Ιερός Φώτιος, ο Γεώργιος Νικομήδειας (Σικελιώτης), ποιητές που έζησαν από τον 6ο μέχρι τον 9ο αιώνα. Η παράδοση παρουσιάζει μεγάλη αστάθεια και οι νεώτεροι μελετητές, στηριζόμενοι στις λίγες εσωτερικές ενδείξεις που υπάρχουν στο κείμενο, άλλοι προτιμούν τον ένα και άλλοι τον άλλο από τους φερομένους ως ποιητές του. Ένα ιστορικό γεγονός, με το οποίο συνδέθηκε από την παράδοση η ψαλμωδία του Ακάθιστου, θα μπορούσε να μας προσανατολίσει κάπως στην αναζήτηση μας: Η επί του αυτοκράτορα Ηρακλείου πολιορκία και η θαυμαστή σωτηρία της Κωνσταντινουπόλεως την 8η Αυγούστου του έτους 626. Κατά το Συναξάριο μετά τη λύση της πολιορκίας εψάλει ο ύμνος αυτός στο ναό της Θεοτόκου των Βλαχερνών, ως δοξολογία και ευχαριστία για τη σωτηρία, που αποδόθηκε στην θαυματουργική δύναμη της Θεοτόκου, της προστάτιδας της Πόλεως. Πατριάρχης τότε ήταν ο Σέργιος, που πρωτοστάτησε στους αγώνες για την άμυνα. Εύκολο ήταν να θεωρηθεί και ποιητής του ύμνου, αν και ούτε ως υμνογράφος μας είναι γνωστός, ούτε και ορθόδοξος ήταν. Εξ άλλου ο ύμνος θα έπρεπε να ήταν παλαιότερος, γιατί αν ήταν γραμμένος για την σωτηρία της Πόλεως δεν θα ήταν δυνατόν παρά ρητά να κάνει λόγο γι’ αυτήν και όχι να αναφέρεται σε άλλα θέματα, όπως θα δούμε πιο κάτω. Η ψαλμωδία όμως του Ακάθιστου συνδέεται από τις ιστορικές πηγές και με άλλα παρόμοια γεγονότα: τις πολιορκίες και τη σωτηρία της Κωνσταντινουπόλεως επί Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (673), επί Λέοντος του Ισαύρου (717-718) και επί Μιχαήλ Γ΄ (860).

Όποιος όμως και αν ήταν ο ποιητής και με οποιοδήποτε ιστορικό γεγονός από τα ανωτέρω και αν συνδέθηκε πρωταρχικά, ένα είναι το αναμφισβήτητο στοιχείο, που μας δίδουν οι σχετικές πηγές, ότι ο ύμνος ψαλλόταν ως ευχαριστήρια ωδή προς την υπέρμαχο στρατηγό του Βυζαντινού κράτους κατά τις ευχαριστήριες παννυχίδες που ετελούντο σε ανάμνηση των ανωτέρω γεγονότων. Κατά την παρατήρηση του συναξαριστού ο ύμνος λέγεται «Ακάθιστος», γιατί τότε κατά τη σωτηρία της Πόλεως και από τοτε μέχρι σήμερα, όταν οι οίκοι του ύμνου αυτού ψάλλονταν, «ορθοί πάντες» τους άκουαν σε ένδειξη ευχαριστίας προς την Θεοτόκο, ενώ στους οίκους των άλλων κοντακίων «εξ έθους» κάθονταν.

Γιατί όμως ψάλλεται κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή;

Οι λύσεις των ανωτέρω πολιορκιών δεν συνέπεσαν μέσα σ’ αυτήν. Στις 8 Αυγούστου λύθηκε η πολιορκία επί Ηρακλείου, τον Σεπτέμβριο η επί Πωγωνάτου, στις 16 Αυγούστου εωρτάζόταν η ανάμνηση της σωτηρίας της Πόλεως επί Λέοντος Ισαύρου και στις 18 Ιουνίου λύθηκε η πολιορκία επί Μιχαήλ του Γ΄. Με την Μεγάλη Τεσσαρακοστή συνδέθηκε προφανώς εξαιτίας ενός άλλου καθαρά λειτουργικού λόγου: Μέσα στην περίοδο της Νηστείας πέφτει πάντοτε η μεγάλη εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Είναι η μόνη μεγάλη εορτή, που λόγω του πένθιμου χαρακτήρα της Τεσσαρακοστής, στερείται προεορτίων και μεθεόρτων. Αυτήν ακριβώς την έλλειψη έρχεται να κάλυψει η ψαλμωδία του Ακάθιστου, τμηματικά κατά τα απόδειπνα των Παρασκευών και ολόκληρου κατά το Σάββατο της Ε΄ εβδομάδος. Το βράδυ της Παρασκευής ανήκει λειτουργικά στο Σάββατο, ήμερα που μαζί με την Κυριακή είναι οι μόνες ήμερες των εβδομάδων των Νηστειών, κατά τις οποίες επιτρέπεται ο εορτασμός χαρμόσυνων γεγονότων, και στις όποιες, μετατίθενται οι εορτές της εβδομάδας. Σύμφωνα με ωρισμένα Τυπικά ο Ακάθιστος ψάλλόταν πέντε ήμερες προ της εορτής του Ευαγγελισμού και σύμφωνα με άλλα στον όρθρο της ημέρας της εορτής. Ο Ακάθιστος ύμνος είναι το κοντάκιο του Ευαγγελισμού, ο ύμνος της σαρκώσεως του Λόγου του Θεού.

Είναι κοντάκιο – ύμνος. Κατά το σύστημα της συνθέσεως του ποιητικού αυτού είδους περιλαμβάνει το προοίμιο, τον πρόλογο δηλαδή, «Το προσταχθέν μυστικώς…», και 24 οίκους, που έχουν αλφαβητική ακροστιχίδα. Η ιδιορρυθμία του σε σύγκριση προς τα άλλα κοντάκια συνίσταται στα δύο αυτόμελα που ακολουθούν οι οίκοι του. Οι περιττοί οίκοι ( αυτοί που αρχίζουν από τα στοιχεία Α, Γ, Ε, Η κλπ.) έχουν ως αυτόμελο, τροπάριο δηλαδή βάσει του οποίου συντέθηκαν, τον πρώτο οίκο («Άγγελος πρωτοστάτης…»)· χαρακτηριστικό τους είναι οι έξι διπλές αποστροφές προς την Παναγία, που αρχίζουν με το «Χαίρε» και που έδωσαν το λαϊκό όνομα στον ύμνο: «Χαιρετισμοί». Επωδό (εφύμνιο) έχουν το «Χαίρε νύμφη ανύμφευτε» που είναι το εφύμνιο του προοιμίου. Οι άρτιοι οίκοι ( που αρχίζουν από τα στοιχεία Β, Δ, Ζ, Θ κλπ.) έχουν συντεθεί με βάση, είναι δηλαδή προσόμοια, του δεύτερου οίκου, «Βλέπουσα η αγία…», και έχουν εφύμνιο το αλληλούϊα.

Θέμα του κοντακίου του Ακαθίστου είναι το μυστήριο της σαρκώσεως του Χριστού, με κύριο τόνο την απαρχή της σωτηρίας, στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Σ’ αυτόν αναφέρονται το προοίμιο, που αποτελεί περίληψη του περιεχόμενου του ύμνου, και οι τέσσερεις πρώτοι οίκοι. Τα δεκατρία «Χαίρε», που κατακλείουν τους περιττούς οίκους, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια επέκταση και ποιητική αναδίπλωση και επεξεργασία του αγγελικού ασπασμού «Χαίρε, κεχαριτωμένη». Ο πρωτοστάτης άγγελος, ο Γαβριήλ, έρχεται και φέρει το θεϊκό μήνυμα, το «Χαίρε», στην Θεοτόκο (Α)· εκείνη απορεί για τον παράδοξο τρόπο της συλλήψεως (Β)· ο Γαβριήλ της επεξηγεί την απόρρητη βουλή του Θεού (Γ) και η δύναμη του Υψίστου επισκιάζει την απειρόγαμο παρθένο και συλλαμβάνει τον Υιό του Θεού (Δ). Η Θεοτόκος επισκέπτεται την συγγενή της Ελισάβετ, τη μέλλουσα μητέρα του Προδρόμου, και ανταλλάσσουν προφητικούς λόγους (Ε). Ο Ιωσήφ, ο μνηστήρας της Παρθένου, ταράσσεται από τη ζάλη των αμφιβόλων λογισμών, αλλά πληροφορείται από τον άγγελο το μυστήριο της συλλήψεως (Ζ). Ο Χριστός γεννιέται και οι ποιμένες προσκυνούν τον αμνό του Θεού (Η). Ο θεοδρόμος αστέρας δείχνει το δρόμο στους μάγους της Ανατολής (Θ), αυτοί τον προσκυνούν (Ι) και από άλλο δρόμο αναχωρούν για τη Βαβυλώνα, οι θεοφόροι κήρυκες (Κ). Στην Αίγυπτο ο φυγάδας Κύριος συντρίβει τα είδωλα και με το φωτισμό της αλήθειας δείχνει το σκοτάδι του ψεύδους (Λ). Και ο Συμεών δέχεται στην αγκαλιά του ως βρέφος τεσσαρακονθήμερο τον τέλειο Θεό και λαμβάνει την ποθητή απόλυση (Μ).

Εδώ τελειώνει το πρώτο μισό μέρος του ύμνου, το ιστορικό, που περιλαμβάνει τους 12 πρώτους οίκους, από το Α ως το Μ. Οι υπόλοιποι από το Ν ως το Ω, αποτελούν μια θεολογική – θεωρητική επεξεργασία του μυστηρίου της σαρκώσεως. Η νέα κτίση, που δημιουργεί ο Λόγος του Θεού με τη σάρκωσή Του, δοξολογεί τον δημιουργό (Ν). Ο παράξενος – ο «ξένος» – τόκος προτρέπει τους ανθρώπους να ξενωθούν από τον κόσμο και να μεταθέσουν τον νού τους στον ουρανό (Ξ). Όλος ήταν στη γη ο δοξολογούμενος Λόγος, αλλά και από τον ουρανό δεν απουσίαζε (Ο). Οι άγγελοι θαύμασαν το έργο της ενανθρωπήσεως και την κοινωνία του Θεού και των ανθρώπων (Π). Οι σοφοί και οι ρήτορες του κόσμου έμειναν άφωνοι, μη μπορώντας να εξηγήσουν το μυστήριο του παρθενικού τόκου (Ρ). Ο ποιμήν – Θεός, γίνεται πρόβατο – άνθρωπος θέλοντας να σώσει τον κόσμο (Σ). Η Παρθένος γίνεται φυλακτήριο τείχος των παρθένων και όλων των πιστών (Τ). Κανείς ύμνος δεν μπορεί να πληρώσει τον φόρο του χρέους στον σαρκωθέντα Βασιλέα (Υ). Η Θεοτόκος είναι η φωτοδόχος λαμπάδα, που μας καθοδηγεί στη γνώση του Θεού (Φ). Ο Χριστός ήλθε στον κόσμο για να του δώσει χάρη και συγχώρηση (Χ). Η δοξολογία προς τον Υιό συνδέεται και πρό την ανύμνηση του έμψυχου ναού Του, της Θεοτόκου (Ψ). Και ο ύμνος τελειώνει με μια θαυμάσια αποστροφή πρός την Παρθένο «Ω πανύμνητε μήτερ…».

Στο στόμα του αγγέλου, της Ελισάβετ, των ποιμένων, των μάγων και των Αιγυπτίων στο πρώτο μέρος και των πιστών στο δεύτερο μπαίνουν οι 144 θαυμάσιες ποιητικές αποστροφές και τα εγκώμια της Θεοτόκου με τις τόσο επιτυχημένες αντιθέσεις και τις ωραίες θεολογικές εικόνες.

Παλαιότερα ο ύμνος ψαλλόταν. Σήμερα ψάλλεται μόνο το προοίμιο. Οι οίκοι απαγγέλλονται σήμερα εμμελώς από τον ιερέα στο μέσο του ναού, δηλ. στη θέση που παλιότερα βρισκόταν ό άμβωνας, από τον οποίον στην αρχή ψαλλόταν το κοντάκιο. Ο λαός επαναλαμβάνει στο τέλος κάθε οίκου το εφύμνιο – την επωδό – «Χαίρε νύμφη ανύμφευτε» στους περιττούς οίκους· « Αλληλούϊα» στους άρτιους.

Όταν ο Ακάθιστος συνδέθηκε με τα ιστορικά γεγονότα, που αναφέραμε, τότε συνετέθη νέο ειδικό προοίμιο, γεμάτο δοξολογία και ικεσία, το τόσο γνωστό «Τη υπερμάχω». Στην υπέρμαχο στρατηγό, η πόλη της Θεοτόκου, που λυτρώθηκε χάρη σ’ αυτήν από τα δεινά, αναγράφει τα νικητήρια και παρακαλεί αυτήν που έχει την ακαταμάχητη δύναμη να την ελευθερώνει από τους ποικίλους κινδύνους για να την δοξολογεί κράζοντας το: «Χαίρε, νύμφη ανύμφευτε».

( Ι. Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Λογική Λατρεία σ. 63-71).
Ἡλ. Πηγή: www.imconstantias.org.cy

Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

Ζωντανή μετάδοση Ακολουθίας Μεγάλου Κανόνος

Παρακολουθήστε ζωντανά την ακολουθία του Μεγάλου Κανόνος από τον Ιερό μας Ναό (κεκλεισμένων των θυρών) από το Youtube και από εδώ.



Τί εἶναι ὁ Μεγάλος Κανόνας, πότε ψάλλεται καί γιατί ὀνομάστηκε ἔτσι.


1. Ιωάννου Μ. Φουντούλη, Λογική Λατρεία, Θέσ/κή, 1971.
2. Μητρ. Νέας Σμύρνης Συμεών (Κοῦτσα), Ἀδαμιαῖος Θρῆνος, Ὁ Μέγας Κανών Ἀνδρέου τοῦ Κρήτης, Ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας.
Ἡ Πέμπτη ἑβδομάδα τῶν Νηστειῶν εἶναι τό λειτουργικό ἀποκορύφωμα τῆς Τεσσαρακοστῆς. Οἱ ἀκολουθίες εἶναι μακροτέρες καί ἐκλεκτότερες. Στή συνήθη ἀκολουθία τῶν λοιπῶν ἑβδομάδων θά προστεθοῦν δυό νέες μεγάλες ἀκολουθίες· Τήν Πέμπτη ὁ Μεγάλος Κανόνας καί τό Σάββατο ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος.
Κανονικά το ἀποκορύφωμα αὐτό θά ἔπρεπε νά ἀναζητηθεῖ στήν ἑπόμενη, στήν Ἕκτη ἑβδομάδα τῶν Νηστειῶν, πού εἶναι καί ἡ τελευταία της περιόδου αὐτῆς. Ἀλλά ὅλα στή λατρεία μᾶς ἔχουν τακτοποιηθεῖ ἀπό τούς πατέρες μέ πολλή μελέτη καί περίσκεψη. Μέ «διάκριση» κατά τήν ἐκκλησιαστική ἔκφραση. Μετά ἀπό τήν τελευταία ἑβδομάδα ἀκολουθεῖ ἡ Μ. Ἑβδομάδα, μέ πυκνές καί μακρές ἀκολουθίες, ἀνάλογες πρός τά μεγάλα ἐορτολογικά θέματα. Μεταξύ αὐτῆς καί τοῦ ἀποκορυφώματος τῆς Τεσσαρακοστῆς ἔπρεπε νά μεσολαβήσει μιά περίοδος σχετικῆς ἀναπαύσεως, μιά μικρή ἀνάπαυλα. Τό τόσο λοιπόν ἀνθρώπινα ἀναγκαῖο μεσοδιάστημα εἶναι ἡ τελευταία ἑβδομάδα καί τήν ἔξαρση τοῦ τέλους βαστάζει ἡ προτελευταία.

Πότε ψάλλεται ὁ Μ. Κανόνας;

Ο Μ. Κανόνας ψάλλεται τμηματικά στά ἀπόδειπνα τῶν τεσσάρων πρώτων ἡμερῶν τῆς Ἅ΄ Ἑβδομάδας τῶν Νηστειῶν καί ὁλόκληρος στήν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου τῆς Πέμπτης της Ἐ΄ ἑβδομάδας. Στίς ἐνορίες συνήθως ψάλλεται ἀνεξάρτητα ἀπό τόν ὄρθρο, σάν μικρή ἀγρυπνία, τό βράδυ τῆς Τετάρτης μαζί μέ τήν ἀκολουθία τοῦ ἀποδείπνου. Ἔτσι διευκολύνονται περισσότερο οἱ χριστιανοί στήν παρακολούθησή του. Μπορεῖ νά τόν βρεῖ κανείς μέσα στό λειτουργικό βιβλίο πού περιέχει τίς ἀκολουθίες τῆς Τεσσαρακοστῆς, τό Τριώδιο, καθώς καί σέ μικρά αὐτοτελῆ φυλλάδια. Ἡ παρακολούθηση τοῦ Κανόνα αὐτοῦ κατά τήν ὥρα τῆς ψαλμωδίας τοῦ εἶναι ἀρκετά δύσκολη, γιατί τά νοήματα εἶναι πυκνά καί ὁ ρυθμός τῆς ψαλμωδίας γρήγορος. Γιά τούς λόγους αὐτούς τά ἐγκόλπια αὐτά εἶναι ἰδιαίτερα ἀπαραίτητα γιά ὅσους θέλουν νά γνωρίσουν καλύτερα τόν ὕμνο αὐτό. Τά παρακάτω ἅς ἀποτελέσουν μιά σύντομη εἰσαγωγή καί βοήθεια γιά τήν κατανόησή του καί μιά παρακίνηση γιά τήν παρακολούθηση τῆς ψαλμωδίας τοῦ ἐκλεκτοῦ αὐτοῦ λειτουργικοῦ κειμένου.

Ποιός ὁ ποιητής – δημιουργός του Μ. Κανόνα;

Τόν Μ. Κανόνα συνέθεσε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὁ Ἱεροσολυμίτης. Γεννήθηκε στή Δαμασκό τό 660 μ. Χ. ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς. Σέ ἡλικία δεκαπέντε ἐτῶν ἡ ἀγάπη τοῦ τόν φέρνει στά Ἱεροσόλυμα ὅπου οἱ γονεῖς τοῦ τόν ἀφιερώνουν στόν Ναό τῆς Ἀναστάσεως. Στά Ἱεροσύλυμα ἀπόκτησε μεγάλη παιδεία, τήν «θύραθεν» καί τή θεολογική. Ἀνκαι τό ἔργο τοῦ ἔγινε στήν Κωνσταντινούπολη καί τήν Κρήτη φέρει τόν τίτλο τοῦ «Ἱεροσολυμίτη» ἐπειδή πέρασε ἀπό τήν ἁγία πόλη. Μοναχός της Μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα στά Ἱεροσόλυμα ἔγινε γραμματέας τοῦ Πατριάρχη Θεόδωρου. Τό 685 ἦλθε στήν Κωνσταντινούπολη γιά ἐκκλησιαστική ἀποστολή. Ἐκεῖ παρέμεινε γιά εἴκοσι χρόνια καί ἀνέλαβε διάφορες ἐκκλησιαστικές θέσεις καί τέλος γύρω στό 711 ἤ 712 ἐκλέγεται ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης.
Στή Κρήτη συμμετέχει στίς ταλαιπωρίες τοῦ ποιμνίου του πού ὀφείλονταν στίς Ἀραβικές ἐπιδρομές. Ἐμψυχώνει τό λαό στίς θλίψεις καί προσεύχεται γιά τή σωτηρία του. Μέ τίς προσευχές τοῦ σταματά τή μεγάλη ἀνομβρία καί σταματᾶ τή μάστιγα τῆς πείνας. Ἱδρύει μεγάλο «Ξενώνα» στόν ὁποῖο περιθάλπονται οἱ γέροντες καί οἱ ἄρρωστοι, φιλοξενοῦνται οἱ ξένοι καί οἱ φτωχοί διακονώντας ὁ ἴδιος. «Μέ τά χέρια τοῦ ὑπηρετοῦσε τούς ἀσθενεῖς καί τούς ἐπλένε τά πόδια καί τό κεφάλι, καθάριζε τίς πληγές τους καί τά τραύματά τους. Σ’ αὐτό τό σημεῖο τόν ὁδηγοῦσε ἡ ἀγάπη του πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον» σημειώνει ὁ βιογράφος του.
Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὁ Κρήτης εἶχε μεγάλη εὐλάβεια καί ἰδιαίτερη ἀγάπη του πρός τήν Παναγία. Ἀφιέρωσε πλῆθος ὕμνων καί ἐγκωμιαστικῶν λόγων στίς ἑορτές της. Ἔκτισε δέ μεγαλοπρεπῆ ναό πρός τιμήν τῆς Θεοτόκου πού τόν ὀνόμασε «Βλαχέρνες». Φρόντισε δέ γιά τήν ἐπισκευή τῶν παλαιῶν καί παραμελημένων ναῶν τούς ὁποίους «εὐπρεπῶς κατεκόσμησε». Πέθανε στίς 4 Ἰουλίου 740 στήν Ἐρεσό τῆς Λέσβου, εἴτε ἐπιστρέφοντας στήν Κρήτη μετά ἀπό ἕνα ταξίδι στήν Κωνσταντινούπολη, εἴτε καί ἐξόριστος ἐκεῖ – ἦταν ὑποστηρικτής τῶν ἁγίων εἰκόνων. Στήν παραλία τῆς Ἐρεσοῦ τιμᾶται μέχρι σήμερα ὁ τάφος του, μιά μεγάλη σαρκοφάγο, πού βρίσκεται πίσω ἀπό τό ἅγιο βῆμα τῆς ἐρειπωμένης βασιλικῆς της Ἁγίας μάρτυρος Ἀναστασίας, ὅπου κατά τούς βιογράφους τοῦ εἶχε ταφεῖ. Ἡ καθιέρωσή του ὡς Ἁγίου ἔγινε πολύ νωρίς.
Ὁ Ἀνδρέας ἦταν λόγιος κληρικός, ἐκκλησιαστικός ρήτορας καί ὑμνογράφος. Ἡ φιλολογική καί ὑμνογραφική του παραγωγή εἶναι ἀξιόλογη Οἱ λόγοι τοῦ εἶναι κυρίως ἐγκωμιαστικοί. Σώζονται ὅμιλιες στίς Θεομητορικές καί Δεσποτικές ἑορτές καί σέ διαφόρους ἁγίους. Στίς ὁμιλίες τοῦ φαίνεται ἡ ρητορική του τέχνη, ἡ ἄριστη γνώση τῆς ἀττικῆς γλώσσας, ἡ βαθιά γνώση τῆς βίβλου, ἰδιαίτερά της Π.Δ πού ἑρμηνεύει ἀλληγορικά. Χαρακτηρίζεται ὡς ὁ καλύτερος ἐκκλησιαστικός ρήτορας τῆς Βυζαντινῆς ἐποχῆς. Τά χαρακτηριστικά των λόγων τοῦ εἶναι ἡ «ἔντεχνος ρητορική ἐπεξεργασία καί τά ὑψηλά θεολογικά νοήματα». Τό ὑμνογραφικό του ἔργο εἶναι πλουσιότερό των ρητορικῶν του λόγων. Ἐφεῦρε τό εἶδος τῶν Κανόνων πού ψάλλονται μέχρι σήμερα καί διακρίνονται γιά τήν σαφήνεια καί τό διδακτικό τους χαρακτήρα. Τό σπουδαιότερο ὅμως ὑμνογραφικό του ἔργο εἶναι ὁ Μ. Κανόνας. Τόν ἔγραψε, ὅπως φαίνεται ἀπό διάφορες ἐνδείξεις, περί τό τέλος τῆς ζωῆς του, κατά δέ τήν μαρτυρία ἑνός συναξαρίου, στήν Ἐρεσό, λίγο πρίν πεθάνει. Ἄν ἡ πληροφορία αὐτή εἶναι ἀληθινή, ὁ Μ. Κανόνας εἶναι τό κύκνειο ἄσμα τοῦ ὑμνογράφου μας.
Γιά νά καταλάβουμε τήν ποιητική του δομή πρέπει νά κάνουμε μιά μικρή παρέκβαση. Τό ἔργο αὐτό ἀνήκει στό ποιητικό εἶδος τῶν κανόνων, πού κατά πολλούς ἔχει τήν ἀρχή τοῦ σ’ αὐτόν τόν ἴδιο τόν Ἀνδρέα. Εἶναι δέ οἱ κανόνες ἕνα σύστημα τροπαρίων, πού γράφονταν γιά ἕνα ὁρισμένο λειτουργικό σκοπό: νά διακοσμήσουν τή ψαλμωδία τῶν 9 ὠδῶν τοῦ Ψαλτηρίου, πού στιχολογοῦνταν στόν ὄρθρο. Ὅλος ὁ κανόνας ψάλλεται σέ ἕνα ἦχο. Κάθε ὅμως ὠδή παρουσιάζει μιά μικρή παραλλαγή στή ψαλμωδία κατά τρόπο, πού νά διατηρεῖται μέν ἡ μουσική ἑνότητα στόν ὅλο κανόνα, ἀφοῦ ὅλος ψάλλεται στόν ἴδιο ἦχο, ἀλλά καί νά σπάει καί ἡ μονοτονία μέ τίς παραλλαγές στήν ψαλμωδία πού παρουσιάζει κάθε μιά ὠδή.

Γιατί ὀνομάζεται «Μεγάλος»;

Ο Μ. Κανόνας στήν μορφή τοῦ ἔχει μιά χαρακτηριστική ἰδιορρυθμία. Ἡ ἰδιορρυθμία τοῦ συνίσταται στό ὅτι συγκρινόμενος πρός τούς ἄλλους ὁμοίους του κανόνες, εἶναι «μέγας». Μέγας στήν ἀπόλυτή του ἔννοια. Μεγαλύτερος δέν μποροῦσε νά ὑπάρξει· καί τοῦτο γιατί ὁ ποιητής θέλησε νά συνθέσει ὄχι τρία ἤ τέσσερα τροπάρια γιά τήν κάθε ὠδή, ὅπως συνήθως ἔχουν οἱ ἄλλοι κανόνες, ἀλλά πολύ περισσότερα: τόσα, ὅσα εἶναι καί ὅλοι οἱ στίχοι τῶν ὠδῶν, ἔτσι ὥστε στόν καθένα στίχο νά ἀντιστοιχεῖ καί νά παρεμβάλλεται κατά τήν ψαλμωδία ἀπό ἕνα τροπάριο. 250 εἶναι οἱ στίχοι τῶν ὠδῶν, 250 καί τά τροπάρια τοῦ Μ. Κανόνα, ἐνῶ οἱ συνήθης κανόνες ἔχουν γύρω στά 30. Σήμερα τά τροπάρια τοῦ Μ. Κανόνα εἶναι κατά 30 περίπου περισσότερα ἀπό τά ἀρχικά. Μεταγενέστεροι ὑμνογράφοι πρόσθεσαν τροπάρια γιά τήν ὁσία Μαρία τήν Αἰγυπτία καί γιά τόν ἴδιο τόν Ἀνδρέα.

Ποιό εἶναι τό περιεχόμενο τοῦ Μ. Κανόνα;

Ο Μ. Κανόνας παρουσιάζει τό τραγικό γεγονός τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους πού κατάστρεψε τή δυνατότητα τῆς κοινωνίας του μέ τόν Θεό. Στόν Μ. Κανόνα ὁ ποιητής θεωρεῖ καί βιώνει τό γεγονός τῆς πτώσεως προσωπικά. Μέ τήν καθημερινή ἁμαρτία τοῦ ταυτίζεται μέ τόν πρωτόπλαστο Ἀδάμ τοῦ ὁποίου γίνεται μιμητής. Ἡ ψυχή τοῦ ἀκολουθεῖ τή πορεία τῆς Εὕας. «Ἀλίμονο, ταλαίπωρη ψυχή! Γιατί μιμήθηκες τήν πρώτη Εὕα; Κοίταξες πονηρά καί πληγώθηκες πικρά». Ὁ ἅγιος ἀναφέρεται στήν ὕπαρξη πού κληρονομήσαμε μετά τή πτώση πού συνδέεται μέ τή φθορά καί τό θάνατο. Μέ τούς πρωτόπλαστους ἔχουμε ὀντολογική ἀλληλεγύη. Ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας καί ἡ ὁμολογία τῆς σφραγίζει ὁλόκληρο τόν Μ. Κανόνα.
Εἶναι ἕνα κύκνειο ἄσμα, ἕνας θρῆνος προθανάτιος, ἕνας μακρύς θρηνητικός μονόλογος, εἶναι ὁ Ἀδαμιαῖος θρῆνος. Ὁ ποιητής βρίσκεται στό τέλος τῆς ζωῆς του. Αἰσθάνεται ὅτι οἱ ἡμέρες τοῦ εἶναι πιά λίγες, ὁ βίος τοῦ ἔχει περάσει. Ἀναλογίζεται τόν θάνατο καί τήν κρίση τοῦ δίκαιου κριτῆ, πού τόν ἀναμένει. Καί ἔρχεται νά κάνει μιά ἀναδρομή, μιά ἀνασκόπηση τοῦ πνευματικοῦ του κόσμου. Κάθεται νά συζητήσει μέ τή ψυχή του. Ὁ ἀπολογισμός ὅμως δέν εἶναι ἐνθαρρυντικός. Ὁ βαρύς κλοιός τῆς ἁμαρτίας στόν συμπνίγει. Ἡ συνείδηση τόν ἐλέγχει. Καί ὁ ποιητής θρηνεῖ διαρκῶς γιά τήν ἄβυσσο τῶν κακῶν τους πράξεων. Στόν θρῆνο αὐτό συμπλέκεται ἡ ἀναδρομή στήν Ἁγία Γραφή. Αὐτό κυρίως δίνει τήν μεγάλη ἔκταση στό ποίημα. Ὁ σύνδεσμος ὅμως τοῦ θρήνου μέ τήν Γραφή εἶναι πολύ φυσικός. Σάν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ὁ ποιητής, ἀνοίγει τό βιβλίο τοῦ Θεοῦ γιά νά ἀξιολογήσει τά πεπραγμένα του. Ἐξετάζει ἕνα πρός ἕνα τα παραδείγματα τοῦ ἱεροῦ βιβλίου. Στίς ὀκτώ πρῶτες ὠδές παίρνει τά παραδείγματά του ἀπό τή Παλαιά Διαθήκη. Στή ἐννάτη ὠδή ἀπό τήν Καινή Διαθήκη. Τό ἀποτέλεσμα τῆς συγκρίσεως εἶναι κάθε φορᾶ τρομερό καί αἰτία νέων θρήνων. Ἔχει μιμηθεῖ ὅλες τίς κακές πράξεις ὅλων των ἡρώων τῆς ἱερᾶς ἱστορίας, ὄχι ὅμως καί τίς καλές πράξεις τῶν ἁγίων. Δέν τοῦ μένει παρά ἡ μετάνοια, ἡ συντριβή καί ἡ καταφυγή στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καί ἐδῶ ἀνοίγει ἡ αἰσιόδοξη προοπτική του ποιητῆ. Βρῆκε τήν πόρτα τοῦ παραδείσου, τήν μετάνοια. Καρπούς μετανοίας δέν ἔχει νά παρουσιάσει· προσφέρει ὅμως στόν Θεό τή συντετριμμένη τοῦ καρδιά καί τήν πνευματική του φτώχια. Τά βιβλικά παραδείγματα τοῦ Δαυίδ,τοῦ προφήτη Ἱερεμία, τῶν βασιλέων Μανασσῆ καί Ἐζεκία ἀπό τήν Π. Δ καί τοῦ Πέτρου, τῆς Μάρθας καί τῆς Μαρίας, τῆς Χαναναίας, τοῦ τελώνη, τῆς πόρνης καί τοῦ ληστῆ τόν ἐνθαρρύνουν. Πολλές φορές ἐπανέρχεται χρησιμοποιώντας τό παράδειγμα τῆς μετάνοιας τῆς πόρνης καί παρακαλεῖ τόν Κύριο νά δεχθεῖ τά δικά του δάκρυα ὅπως δέχθηκε καί τά δικά της καί νά τοῦ συγχωρήσει τίς ἁμαρτίες του. Ὁ κριτής θά εὐσπλαχνισθεῖ καί αὐτόν, πού ἁμάρτησε πιό πολύ ἀπό ὅλους τους ἀνθρώπους. Ψάλλεται σέ ἦχο πλ. τοῦ β΄. Εἶναι ἦχος γλυκός, κατανυκτικός καί ἐκφραστῆς τοῦ πένθους καί τῆς συντριβῆς.
Μέσα στό πλαίσιο τῆς κατανυκτικῆς περιόδου τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς ὁ γεμάτος κατάνυξη Μ. Κανόνας προσφέρει ἕνα συγκλονιστικό βίωμα. Μπαίνει στό στόμα τοῦ πιστοῦ σάν φωνή, σάν ἐγερτήριο, σάν ἀφυπνιστικός σεισμός. Σάν ἀποστροφή στήν κοιμωμένη καί ραθυμοῦσα ψυχή του.
Τοῦτο ἀνακεφαλαιώνει τό θαυμαστό προοίμιο τοῦ Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ πού συμψάλλεται μέ τόν Μ. Κανόνα:
«Ψυχή μου, Ψυχή μου, ἀνάστα τί καθεύδεις;
Τό τέλος ἐγγίζει καί μέλλεις θορυβεῖσθαι·
ἀνανηψον οὔν, ἴνα φείσηταί σου Χριστός ὁ Θεός,
ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν».

Ἡλ. Πηγή: agdimartas.gr